Να ξυπνάμε από το φως του ήλιου που θα μπαίνει από το παράθυρο και να μην μας νοιάζει τι μέρα είναι.
Να μην μας πειράζει αν θα είναι Δευτέρα ή αν θα είναι Σάββατο.
Να μην έχουμε άγχος αν θα αργήσουμε να πάμε στην δουλειά, αν θα βρούμε κίνηση, αν θα προλάβουμε το σούπερ μάρκετ πριν κλείσει.
Να χουζουρεύουμε με τα μάτια κλειστά ακούγοντας μουσική ακούγοντας το κύμα. Και να μας ξαναπαίρνει ο ύπνος μέχρι να ξαναξυπνήσουμε. Χωρίς ξυπνητήρια, χωρίς άγχος, χωρίς να μας νοιάζει τίποτα. Ίσως και κανείς.
Το μόνο που να μας προβληματίζει να είναι σε ποια παραλία θα πάμε και αν θα βρούμε ξαπλώστρα.
Να φτάνουμε στην παραλία και να βουτάμε αμέσως στην θάλασσα για να ξυπνήσουμε, για να ξεπλύνουμε τις σκέψεις, τις αμαρτίες και την κούραση ενός ολόκληρου χειμώνα, μιας ολόκληρης ζωής.
Κι ύστερα να βγαίνουμε από την θάλασσα, να ξαπλώνουμε στην άμμο με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά περιμένοντας τον ήλιο να μας στεγνώσει σαν ανθρώπινες μπουγάδες απλωμένες χωρίς σχοινιά. Γιατί θα έχουμε αφήσει πίσω τα σχοινιά που μας κρατούν δεμένους έναν ολόκληρο χειμώνα. Μια ολόκληρη ζωή.
Να κοιτάμε την θάλασσα, να διαβάζουμε ένα βιβλίο, να συζητάμε για όσα έχουν συμβεί για όσα θα θέλουμε να συμβούν. Εκεί μπροστά στην θάλασσα να μιλάμε για τις ζωές μας ελπίζοντας όσα ακούει η θάλασσα να τα πνίξει στον βυθό της ή να τα πάει σε κάποια άλλη ακτή. Να μην μιλάμε για τίποτα και να παρατηρούμε μόνο την θάλασσα που υπάρχει και θα υπάρχει πολλούς χειμώνες πριν και μετά από εμάς, μια ολόκληρη ζωή ίσως υπάρχει. Να την βλέπουμε να πηγαίνει, να έρχεται, να ηρεμεί, να “θυμώνει”, να είναι ζεστή, να είναι παγωμένη, όπως ακριβώς είμαστε κι εμείς. Μια ζωή ολόκληρη.
Να φεύγουμε από την θάλασσα λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Με το δέρμα μας να μυρίζει αντηλιακό και αλάτι να τρώμε παγωτό στην βεράντα και να βλέπουμε τον ήλιο να δύει, να κρύβεται μέσα στην θάλασσα μέχρι να ξαναφανερωθεί το πρωί. Και να σκεφτόμαστε πόσες φορές κρυφτήκαμε μέχρι να ξαναφανερωθούμε, πόσες φορές χαθήκαμε μέχρι να ξαναεμφανιστούμε τον χειμώνα που πέρασε ίσως και μια ολόκληρη ζωή.
Να μένουμε στην βεράντα μέχρι να βραδιάσει. Έτσι, με τα αλάτια, να ξεφλουδίζουμε το καμμένο δέρμα μας χαζεύοντας τον ουρανό.
Τον ουρανό που είναι γεμάτος αστέρια που δεν τα βλέπουμε τον χειμώνα. Που δεν τα βλέπουμε ίσως μια ολόκληρη ζωή. Πώς να δούμε τα αστέρια στην πόλη; Τα κρύβουμε οι άνθρωποι με τα φώτα, με την αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργούμε. Κι άλλωστε σηκώνουμε άραγε ποτέ το κεφάλι μας ψηλά για να δούμε τον ουρανό όταν είμαστε στην πόλη; Σηκώνουμε το κεφάλι μας ψηλά τον χειμώνα ή ίσως μια ολόκληρη ζωή; Να βλέπουμε τα αστέρια. Να ψάχνουμε την άρκτο, την Αφροδίτη, να μετράμε τα αστέρια κι όταν καταλάβουμε πως δεν τελειώνουν να συνειδητοποιούμε κάτω από τον ατέλειωτο ουρανό πόσο μικροί και πόσο ασήμαντοι είμαστε για αυτό το σύμπαν που υπήρχε και θα υπάρχει πριν και μετά από εμάς, μια ζωή ολόκληρη.
Να κοιτάμε τα πλοία που έρχονται και φεύγουν μεταφέροντας ψυχές και “χειμώνες” που ζητούν να γίνουν “καλοκαίρι”. Μια ζωή ολόκληρη.
Να ξεπλένουμε τα αλάτια κι έτσι “κουρασμένοι” από το καλοκαίρι να ξαπλώνουμε στο κρεβάτι και να μας παίρνει ο ύπνος μπερδεμένους.
Μέχρι να μας ξυπνήσει ο ήλιος το επόμενο πρωί, μέχρι να φύγουμε για να γυρίσουμε στον “χειμώνα”.
Μέχρι να μας νοιάζει πάλι τι μέρα θα είναι, αν θα αργήσουμε στην δουλειά μας, αν θα βρούμε κίνηση.
Να έχουμε λίγο “καλοκαίρι”. Μέχρι να γυρίσουμε πίσω κρατώντας την γεύση της θάλασσας, του ουρανού και του αλατιού για τον χειμώνα που θα ξαναέρθει.