Θυμάσαι;
Πέρασαν πολλά χρόνια και ίσως να μην θυμάσαι.
Εγώ όμως θυμάμαι, δεν ξέχασα.
Αλλά έτσι δεν συμβαίνει πάντα;
Όπως δεν φταίει μόνο ο ένας, έτσι καμιά φορά θυμάται μόνο ο ένας, κι είναι περίεργο αυτό.
Κι εγώ θυμάμαι.
Ήτανε καλοκαίρι.
Και ήμουνα στο νησί.
Και κάποια στιγμή ξεκίνησε να βρέχει.
Μέσα στον ήλιο του καλοκαιριού, μέσα στην ζέστη και τον ασυννέφιαστο ουρανό έπιασε μπόρα.
Όπως συμβαίνει και με την ζωή άλλωστε.
Εκεί που όλα μοιάζουν φωτεινά κάτι συμβαίνει και σκοτεινιάζουν.
Εκεί που όλα είναι στεγνά κάτι συμβαίνει και πλυμμηρίζουν.
Εκεί που έχεις προετοιμαστεί να “πας στην παραλία” κάτι συμβαίνει και συνειδητοποιείς πως θα έπρεπε να “έχεις ομπρέλα” μαζί σου αντί για “μαγιό”.
Και τρέχεις να κρυφτείς για να προστατευτείς απο το ξαφνικό, από αυτό που δεν περίμενες, από αυτό που δεν έχεις προετοιμαστεί να αντιμετωπίσεις.
Και έπιασε βροχή εκείνη την μέρα, κι εγώ, όπως κι εσύ μπήκαμε τυχαία σε εκείνο το καφέ για να προστατευτούμε από το ξαφνικό, από το αναπάντεχο.
Κι ας μην ξέραμε ούτε εγώ ούτε εσύ πως το “ξαφνικό” και το “αναπάντεχο” από το οποίο μπήκαμε στο καφέ να προστατευτούμε θα μας “έβρεχε” περισσότερο από το νερό της βροχής, θα μας αποσυντόνιζε περισσότερο, θα μας έβγαζε όχι μόνο εκτός του προγράμματος για μπάνιο, αλλά και εκτός προγράμματος. Γενικά. Κι ας μην ξέραμε πως θα απορούσαμε περισσότερο με εμάς παρά με τον καιρό.
Με ρώτησες αν μπορούσες να κάτσεις μαζί μου μέχρι να περάσει η μπόρα μιας και όλα τα τραπέζια του καφέ είχαν γεμίσει από άλλους ανθρωπους σαν κι εμάς που μπήκαν στο πρώτο μαγαζί που βρήκαν μπροστά τους για να προστατευτούν απο την μπόρα.
“Βεβαίως”, σου απάντησα αγνοώντας προφανώς πως μια άλλη μπόρα ξεκινούσε εκείνη την στιγμή.
Και καθίσαμε και μιλήσαμε, για το ότι “ο καιρός δεν πάει καλά”, για το ότι οι παρέες μας που ήδη ήταν στην παραλία θα ήταν αναγκαστικά πιο βρεγμένοι από εμάς και ότι εμείς σταθήκαμε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας και τους είπαμε “πηγαίνετε εσείς, θα έρθω μετά” και κάπως έτσι βρεθήκαμε να πίνουμε καφέ με κάποιον άγνωστο αλλά το ίδιο βρεγμένο με εμάς σε ένα καφέ.
Και η βροχή σταμάτησε, η μπόρα πέρασε αλλά εμείς καθήσαμε για αρκετή ώρα σε εκείνο το καφέ μιλώντας για τις ζωές μας, για αυτά που αφήσαμε πίσω στην πόλη μέχρι να γυρίσουμε να τα ξαναβρούμε μόλις θα τελείωναν οι διακοπές.
Και συνεχίσαμε να περνάμε μαζί τις διακοπές μας, πότε μόνοι μας, πότε όλοι μαζί με τις παρέες μας, πότε μόνοι μας μαζί με τις παρέες μας.
Και ήρθαμε κοντά. Τόσο κοντά όσο μπορούν να έρθουν δυο άνθρωποι που κάνουν διακοπές, δημιουργώντας αναμνήσεις που θα μας θύμιζαν πιο πολλά από τις διακοπές από ένα μαγνητάκι στο ψυγείο.
Και οι μέρες περνούσαν κι εμείς ανταλλάζαμε υποσχέσεις και βεβαιότητες πως δεν θα χαθούμε στην Αθήνα, υποσχέσεις που δίνονται σε παραλίες, θερινά σινεμά, μπαρ με θέα την θάλασσα, βεράντες ενοικιαζόμενων δωματίων. Υποσχέσεις που δίναμε με ειλικρίνεια ξεχνώντας όμως πως υποσχέσεις που δίνονται “με θέα θάλασσα” σπάνια ή τουλάχιστον δύσκολα κρατιούνται “με θέα τσιμέντο”.
Οι διακοπές για εσένα τελείωσαν πιο νωρίς και γύρισες πίσω. Στην πόλη. Και από εκεί που έφυγες, για να γυρίσεις πίσω.
Και μέχρι να γυρίσω πίσω η επικοινωνία μας μετέφερε τις υποσχέσεις που είχαμε δώσει και προσπαθούσε να μεταφέρει λίγο θάλασσα στο τσιμέντο.
Γύρισα κι εγώ.
Και βρισκόμασταν “με θέα τσιμέντο”, με τα πρώτα κρύα, με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου.
Φαινόταν πως το καλοκαίρι για εμάς είχε τελειώσει. Το καταλαβαίναμε από τα σύννεφα. Όχι αυτά του ουρανού, αλλά από αυτά τα σύννεφα του “δεν προλαβαίνω”, “θα αργήσω να σχολάσω”, “έχω πολλή δουλειά σήμερα”, “είμαι πτώμα δεν θα μπορέσω να βρεθούμε”, “πρέπει να σηκωθώ νωρίς αύριο”.
Αυτά τα σύννεφα που δεν προμήνυαν μπόρα που θα κρατήσει λίγο, αλλά βροχή που δεν ξέραμε πόσο θα κρατήσει.
Και βραχήκαμε από την βροχή αυτή, μουσκέψαμε. Πολύ. Και μείναμε μόνοι μας για να στεγνώσουμε. Ψάχνοντας και βρίσκοντας μέρος για να στεγνώσουμε εκεί που γυρίσαμε μετά τις διακοπές μας. Στον μικρόκοσμο μας, στους την καθημερινότητα μας.
Οι μήνες πέρασαν.
Και κάποια μέρα, όπως περπατούσα ξέσπασε μπόρα.
Δεν μπήκα σε καφέ για να προστατευτώ.
Μπήκα σε ένα φαρμακείο.
Γιατί είναι λιγότερο πιθανό να σε πλησιάσει κάποιος άνθρωπος σε κάποιο φαρμακείο και να σε ρωτήσει αν μπορεί να καθήσει μαζί σου.
Πού να καθήσει μαζί σου άλλωστε μέσα σε ένα φαρμακείο; Στην ζυγαριά ή μπροστά απο τα ράφια με τις βιταμίνες.
Μέσα στο φαρμακείο θα μπορούσα να προστατευτώ. Γενικά.
Η μπόρα κρατούσε αρκετά. Κι εγώ βιαζόμουνα.
Έφυγα.
– κοπελιά βρέχει ακόμα, να σου δώσω μια ομπρέλα; Με ρώτησε η φαρμακοποιός όπως έφευγα.
– ο βρεγμένος την βροχή δεν την φοβάται, της είπα βγαίνοντας από την πόρτα του φαρμακείου.
Ξεκίνησα να περπατάω ψάχνοντας ένα καφέ για να προστατευτώ από την μπόρα έχοντας την ελπίδα πως ίσως κάπου σε αυτήν την πόλη να έψαχνες κι εσύ ένα καφέ για να προστατευτείς από την μπόρα.
Αλλά μάλλον τελικά η μπόρα είχε περάσει. Για εσένα.