Βάζω στοίχημα πως οι κάτω των εικοσιπέντε που διαβάζετε αυτή τη στιγμή αυτό το κείμενο, σε λίγο θα αρχίσετε να γελάτε, ενώ όλοι οι υπόλοιποι, άνω των εικοσιπέντε δηλαδή, μάλλον θα συμφωνήσετε μαζί μου. Οι ηλικίες που αναφέρω φυσικά αφορούν την πλειοψηφία κι όχι το σύνολο απαραίτητα, γιατί εννοείται πως υπάρχουν πάντα και οι εξαιρέσεις και πως συχνά το συγκεκριμένο θέμα δεν έχει να κάνει τόσο με την ηλικία αλλά με τον άνθρωπο και με τις ανάγκες του καθενός. Το μείζον θέμα λοιπόν στο οποίο αναφέρομαι αγαπητοί αναγνώστες, είναι η βραδινή έξοδος μετά την ηλικία των εικοσιπέντε με τριάντα (και πολύ λέω).
Κι επειδή πολλά έχω ακούσει τελευταία περί αυτού, σας πληροφορώ λοιπόν εσάς τα ακούραστα νιάτα πως ούτε ξενέρωτοι είμαστε, ούτε σπιτόγατοι όπως συχνά μας αποκαλείτε, απλά τη βρίσκουμε αλλιώς. Όπως και να το κάνεις βρε αδελφέ, από μια ηλικία και μετά και η διάθεση και οι αντοχές για βραδινή έξοδο (τι νομίζατε πως θα έλεγα;) χάνονται. Λίγο η πίεση και το άγχος της δουλειάς, λίγο οι υποχρεώσεις, λίγο (έως πολύ) το οικονομικό, μας κάνουν να αναζητούμε άλλους τρόπους διασκέδασης. Κι εσύ που τώρα θα βιαστείς να πεις πως ποτέ δεν πρόκειται να επιτρέψεις να σου συμβεί αυτό, έχω να σου πω ότι κι εγώ πριν μερικά χρόνια αυτό έλεγα.
Τότε που τριγυρνούσα στα κλαμπ κι αν δεν ξημέρωνε δεν επέστρεφα σπίτι γιατί το’ χα σε γρουσουζιά. Τότε που άντεχα επάνω σε δωδεκάποντες γόβες ώρες ολόκληρες κι όχι μόνο άντεχα να είμαι όρθια, αλλά χτυπιόμουν κιόλας ολονυχτίς λες και με διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Που καθόμουν μπροστά στον καθρέπτη με τις ώρες για να φτιάξω μαλλί, για να μην μου ξεφύγει η γραμμή του αιλάινερ και για να αλλάζω συνολάκια παριστάνοντας την Κάρυ Μπράτσο στο sex and the city.
Μέχρι που άρχισαν σιγά σιγά να με κουράζουν όλα αυτά. Τα πόδια μου άρχισαν να αντιπαθούν τις γόβες και η ιδέα να χτυπιέμαι στο χορό μέχρι το πρωί, με κούραζε στη σκέψη και μόνο. Το σαββατοκύριακο πλέον έφτανε κι εγώ το έβλεπα σαν μια αφορμή για ξεκούραση και χαλάρωση κι όχι ευκαιρία για βραδινή έξοδο. Ανυπομονούσα να πάω μια χαλαρή βόλτα για ουζάκια, όχι απαραίτητα Σάββατο βράδυ αλλά μια Κυριακή μεσημέρι. Ή να βρεθώ στο σπίτι με φίλους που λόγω υποχρεώσεων και δουλειάς δεν κατάφερνα να δω όλη την εβδομάδα. Οτιδήποτε τέλος πάντων δεν περιείχε καπνό, στριμωξίδι και όλα τα συναφή.
Και να σου πω και κάτι; Σαν το σπίτι δεν έχει. Ναι, ναι καλά διάβασες. Φοράς τις πυτζάμες σου, κάθεσαι αναπαυτικά στον καναπέ σου, παίζεις επιτραπέζια με τους φίλους σου, γελάτε, τρώτε ωραίο φαγητό ή και δρακουλίνια αν γουστάρετε και πίνετε χαλαρά το ποτό σας. Χωρίς καπνό, χωρίς κάλους από την ορθοστασία και δυνατή μουσική που νιώθεις να φτάνει μέχρι τα σωθικά σου. Και ναι, μπορεί αυτό κάποτε να με χαροποιούσε να το θεωρούσα διασκέδαση, μα όχι πλέον. Γιατί τα χρόνια περνούν, οι αντοχές πέφτουν και οι ανάγκες των ανθρώπων αλλάζουν. Γι’ αυτό όλοι εσείς που μας αποκαλείτε ξενέρωτους και σπιτόγατους ξανασκεφτείτε το. Γιατί ο σοφός λαός λέει «Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα’ρθεις».