Δουλεύεις. Και φροντίζεις να ενημερώσεις όλους σου τους φίλους πόσο πολύ βαριέσαι. Πόσο απαίσια σου φέρεται το αφεντικό στην δουλειά. Πως οι συναδελφοί σου σε ζηλεύουν, δεν σε υπολογίζουν, κάνουν κλίκες εναντίον σου.
Διαβάζεις. Δεν αντέχεις άλλο. Περνάς τις γραμμές την μία μετα την άλλη. Κοιτάς το παράθυρο και αναλογίζεσαι πόσο θα θελές να είσαι έξω. Να κάνεις άλλα πράγματα. Να πίνεις έναν καφέ για παράδειγμα. Να πάς γυμναστήριο. Τελικά παρατάς το βιβλίο και βλέπεις τηλεόραση ή χαζεύεις στα social media.
Είσαι έξω, βολτάρεις. Και σκέφτεσαι τι χάσιμο χρόνου είναι αυτό. Καλυτερα να ‘σουν σπίτι. Να τελείωνες εκείνη την εργασία που πρέπει να παραδώσεις. Να ΄σουν σπίτι για να κάνεις και λίγη οικονομία. Πως θα πάς το ταξίδι που πάντα ήθελες άλλωστε;
Γκρινιάζεις. Γκρινιάζεις . Γκρινιάζεις. Στους φίλους σου, στην μάνα σου, στον καθρέφτη σου. Για το κακό αφεντικό σου, για την δουλειά που μισείς, για τους φίλους που δεν έχεις , για τον αγόρι που δεν έχεις. Για την κοπέλα που έχεις και θες να μην έχεις.
Και τελικά καταλήγεις να μην κάνεις τίποτα για να αλλάξεις αυτό που σε ενοχλεί. Γιατι στην πραγματικότητα δεν σε ενοχλει. Το θέμα είναι πως απλά θες να γκρινιάζεις. Ξέρεις πως όλα είναι καλά στην ζωή σου. Ξέρεις πόσο τυχερός είσαι που έχεις δουλειά. Πόσο τυχερή είσαι που έχεις φίλες να σε ακούν σε κάθε σου παραλλήρημα για τους αντρες. Ξέρεις ότι είσαι ευλογημένος και μόνο που ζείς.
Ξέρεις άραγε πόσες στιγμές ευτυχίας σου κλέβει η γκρίνια σου; Αν απλά σταμάταγες για λίγο, αν απλά έβλεπες το ποτήρι μισογεμάτο, αν έβλεπες με ψυχραιμία το κάθε πρόβλημα που έχεις και έκανες προσπάθειες να βελτιώσεις τον τρόπο που το αντιμετωπίζεις, τότε θα καταλάβαινες ότι εσύ είσαι η αιτία που δυστυχείς.
Μην γκρινιάζεις.