Το αλλο χερι
Δεν είναι το χέρι σου,
Αυτό που με πιάνει απο το δικό μου χέρι και περπατάμε στον δρόμο.
Δεν είναι το χέρι σου αυτό που θα μου πιάσει κάτι που δεν φτάνω από το ράφι.
Δεν είναι το χέρι σου που θα με πάρει αγκαλιά το βράδυ που κοιμάμαι.
Δεν είναι το χέρι σου αυτό που θα πάρει από το χέρι μου τις σακούλες του σουπερ μάρκετ.
Δεν είναι το χέρι σου αυτό που θα με σηκώσει όταν πέσω.
Δεν είναι το χέρι σου αυτό που θα αλλάξει κανάλι στην τηλεόραση.
Δεν είναι το χέρι σου αυτό που θα αλλάξει σταθμό στο ραδιόφωνο.
Δεν είναι το χέρι σου αυτό που θα μου δώσει αυτό που θέλω.
Αυτό που θα μου δώσει αυτό που θέλω είναι τώρα ένα άλλο χέρι.
Γιατί το χέρι σου δεν κράτησε αρκετά σφιχτά το δικό μου.
Το άφησε.
Να κρυώνει.
Να μην έχει πού να πιαστεί.
Να ψάχνει στο σκοτάδι να ακουμπήσει το δικό σου.
Να προσπαθεί να πιάσει κάτι που δεν φτάνει.
Να σπάει μόνο του τα δάχτυλα του απο αμηχανία την ώρα που σκέφτεται πού να είναι το δικό σου χέρι.
Να κάνει “κρακ”. Να σπάει. Να τρέμει. Να πονάει.
Να ψάχνει άλλο χέρι.
Στο σκοτάδι. Ψηλαφίζοντας. Στα τυφλά. Ψάχνοντας.
Να βρίσκει τελικά αυτό το άλλο χέρι.
Το χέρι σου άφησε το δικό μου να πιάσει άλλο χέρι.
Κι αυτό το άλλο κράτησε το δικό μου.
Του έδωσε αυτό που δεν έφτανε να πιάσει.
Το κράτησε τόσο σφιχτά όσο να μην κάνει πια “κρακ”.