-Πού θες να πάμε βόλτα;

-Κάπου που να βλέπουμε θάλασσα.

-Παραλιακή;

-Πειραιά.

-Σ’αρέσει ο Πειραιάς ε;

-Τον αγαπάω τον Πειραιά.

Τον αγαπάω τον Πειραιά.

Από τότε που τα πρωινά των Κυριακών μας έλεγε ο μπαμπάς “τι θέλετε να κάνουμε σήμερα;”, και εμείς του απαντάγαμε “να πάμε βόλτα στον Πειραιά”. Και πηγαίναμε. Στην Καστέλα, στο “ρολόι”, στο λιμάνι, στην Πειραϊκή. Ήμουνα αρκετά μικρή και μου φαινόταν αρκετά μαγικό το πώς μέσα σε λίγα λεπτά μπορούσα από εκεί που έβλεπα σπίτια και τσιμέντο να βλέπω θάλασσα.

Τον αγαπάω τον Πειραιά.

Γιατί “ο δικός μου Πειραιάς” όταν έρχεται στο μυαλό μου έχει εικόνες με ανθρώπους και δρόμους, όχι μαγαζιά.

Ο δικός μου Πειραιάς έχει ήχους.

Έχει το “γκοοοοοοοοοοοοοολ” που ακουγόταν τις Κυριακές το μεσημέρι από το Καραϊσκάκη.

Το Καραϊσκάκη είναι στο Νέο Φάληρο θα μου πείτε, αλλά “όλα είναι Πειραιάς” θα σας πω εγώ.

Ό,τι είναι από το λιμάνι μέχρι το Μοσχάτο είναι Πειραιάς.

Κι εγώ ήμουνα στο Μοσχάτο.

Και όταν με ρωτούσαν το καλοκαίρι στις διακοπές τα παιδιά που γνώριζα πού μένω έλεγα “Στο Μοσχάτο, στον Πειραιά”.

Τον Πειραιά λοιπόν τον γνώρισα τις Κυριακές το πρωί, τον άκουγα τις Κυριακές το μεσημέρι.

Τον γνώρισα λίγο πιο μεγάλη όταν κάναμε κοπάνα και παίρναμε το 218, το 232, το “πράσινο” ή τα πόδια μας για να πάμε στον Πειραιά.

Να πιούμε καφέ, να δούμε σινεμά, να παίξουμε μπόουλινγκ, να πάμε γήπεδο, να φάμε, να περπατήσουμε, να κάτσουμε στα βράχια της Πειραϊκής και να αναρωτιόμαστε πού να κοιμότανε ο Στέλιος ο μπεκρής και να μας βρίσκει το ξημέρωμα να συζητάμε, να πηγαίνουμε στο λιμάνι να δούμε αν κουνιούνται οι βάρκες και να διαλέγουμε ποια μεγάλη βάρκα, ποιο καράβι θα μας πάρει να φύγουμε. Να φτάνουμε στο λιμάνι με τα πόδια και να λέμε “θα πάρουμε το  πρώτο που φεύγει” και να μετράμε τα λεφτά μας και τελικά να παίρνουμε το πρώτο που έφευγε για Αίγινα ή για Σαλαμίνα. Να δίνουμε ραντεβού στο λιμάνι για να φύγουμε για διακοπές. Να κλείνει η μπουκαπόρτα και ο Πειραιάς να είναι το τελευταίο πράγμα που αφήναμε πίσω μας από όσα αφήναμε πίσω για δέκα μέρες. Και δέκα μέρες μετά να ανοίγει η μπουκαπόρτα και ο Πειραιάς να είναι το πρώτο πράγμα που βλέπαμε μπροστά μας από όσα θα ξαναβλέπαμε μπροστά μας για 355 μέρες.

Τον γνώρισα καλύτερα, τον έζησα, όταν για πέντε χρόνια δούλεψα στον Πειραιά. Και γνώρισα και έζησα καλύτερα τους ανθρώπους του. Ανθρώπους “παλιάς κοπής”. Μάγκες. Και κατάλαβα πως δεν είναι κακό πράγμα η μαγκιά. Τίποτα δεν είναι κακό όταν είναι γνήσιο. Γνώρισα ανθρώπους, γνήσιους και μάγκες. Που μπορεί να μην ξέρουν πού πέφτει το Σύνταγμα-και γιατί να το ξέρουν, τι να το κάνουν άλλωστε?- αλλά που ξέρουν να είναι ειλικρινείς στις σχέσεις, στις επαφές, στις δουλειές τους, “έτσι αλλιώς αλλιώτικα και Πασαλιμανιώτικα”. Ανθρώπους που ακόμα κι ´ταν είναι ανειλικρινείς θα σου δείξουν με ειλικρίνεια την ανειλικρίνεια τους και όσο και να το πεις κι αυτό ακόμα μαγκιά είναι, και ένα είδος ειλικρίνειας. Γνώρισα ανθρώπους που μου γνώρισαν τα πιο μικρά στενάκια του Πειραιά, τις πιο κουραστικές ανηφόρες, τα πιο όμορφα μαγαζιά που “δεν τα ξέρει κανένας”, και το πιο σημαντικό μου γνώρισαν τον τρόπο να είμαι κι εγώ “μάγκας” και να λέω με ειλικρίνεια “μου κάνεις” ή “δεν μου κάνεις”.

Γνώρισα και καλύτερα την θάλασσα του Πειραιά. Που δεν ξέρω αν “από όλες είναι πιο γλυκιά”, αλλά ξέρω πως αν κάτι κατάλαβα από αυτή την θάλασσα είναι ότι ήταν πάντα εκεί. Για πέντε χρόνια, κάθε μέρα. Ήρεμη, θυμωμένη, να βλέπει και να παρατηρεί τους ανθρώπους που την προσπερνούσαν βιαστικοί, συνηθισμένοι στην παρουσία της να μην της δίνουν σημασία, να ζουν, να ελπίζουν, να αντέχουν, να μην αντέχουν, να χαίρονται, να λυπούνται, να στέκονται κάποια στιγμή και να την κοιτάζουν σαν να την έβλεπαν πρώτη φορά και να της λένε με τα μάτια όσα έκρυβαν μέσα τους. Κι εκείνη σαν να καταλάβαινε όσα της έλεγαν χωρίς να μιλάνε τα έπαιρνε μακρία με μια κίνηση της, με ένα κύμα.

-Τον αγαπάς, αλλά θυμάσαι πριν κάποια χρόνια που σου είχα πει ότι είσαι τυχερή που βλέπεις κάθε μέρα θάλασσα και μου είχες απαντήσει “πφφφφφ την βαρέθηκα”;

-Το θυμάμαι, αλλά ξέρεις πόσες φορές μας λείπει αυτό που κάποτε βαριόμασταν;

-Κι αυτό είναι η θάλασσα;

-Κι αυτό είναι ο Πειραιάς. Αλλά ξέρεις ποιο είναι το καλό με τον Πειραιά;

-Ο Ολυμπακός;

-Χα, εκτός από τον Ολυμπιακό το καλό με τον Πειραιά είναι ότι είναι πάντα εκεί, να πάρει τους ανθρώπους μακρία από όσα βαρέθηκαν και να τους γυρίσει πίσω όταν τους λείψουν όλα αυτά που κάποια στιγμή βαρέθηκαν.