”Πως δεν το χα σκεφτεί; Μα βέβαια… Να πάρω καινούριο άρωμα” μονολόγησα. Τεντώθηκα στην καρέκλα του γραφείου και ενθουσιασμένη λες και βρήκα την τελευταία λέξη από σταυρόλεξο που μου έχει σπάσει τα νεύρα, ξεκίνησα να πληκτρολογώ ”new fragrances” στον υπολογιστή. Ωραία μπουκαλάκια, ροζ μπλε κάποια καλλίγραμμα, κάποια πιο χοντρά, αλλά τι το θες άμα δεν τα μυρίσεις αν δεν τα βάλεις πάνω στο πετσί σου δεν ξέρεις πως θα σου κάτσουν. Οπότε και κίνησα το ίδιο απόγευμα και μπήκα σε γνωστό πολυκατάστημα καλλυντικών από αυτά που μπαίνεις νηφάλια και βγαίνεις ημιλιπόθυμη με άσθμα, ψεκασμένη μέχρι και στον αστράγαλο με πατσουλί και έψαξα να βρω το νέο μου άρωμα.
Πήγα στον πρώτο γκισέ που βρήκα μπροστά μου, σε μια καλοβαμμένη, σοβαρή κυρία με ασπρόμαυρο κουστούμι και κόκκινο κραγιόν που βαριόταν ξεκάθαρα τη ζωή της. Το αυστηρό της της ύφος δεν με πτόησε «γεια σας… θέλω μια μυρωδιά για την επόμενη σεζόν της ζωής μου, ψάχνω την μυρωδιά των μελλοντικών μου αναμνήσεων!» της είπα κάπως παιδικά. Με κοίταξε λίγο περίεργα στην αρχή, με βλέμμα που αχνοφώναζε “τι μουρλές μου έρχονται για ένα ψωροκάματο Θεέ” και μετά αφού μου έδειξε υπομονετικά καμιά ντουζίνα με πολύχρωμα μπουκαλάκια και εγώ δεν αντιδρούσα οπότε με ρώτησε τι α κ ρ ι β ω ς ψάχνω. “Χμμμ κάτι που να μην μου θυμίζει τίποτα” της απάντησα. Το βλέμμα της πλέον γινόταν όλο και πιο έντονα ”άντε βρες άκρη με την τρελή τώρα” αλλά συνέχισε να με εξυπηρετεί.
Ξεκίνησε να ψεκάζει σε κάτι χαρτάκια, αφού της τόνισα ότι επάνω μου ήθελα αυτήν την φορά φεύγοντας να φοράω μόνο την καινούρια μου επιλογή. Κάποιες μυρωδιές μου ήταν ουδέτερες, μια μου θύμισε ένα άρωμα της μητέρας μου και ξαναγύρισα νοερά στο νηπιαγωγείο, μια άλλη έναν παλιό μου έρωτα ..”όχι, όχι, σίγουρα όχι της είπα, μην ξαναρχίσω την ψυχανάλυση”. Κάποιες μυρωδιές ήταν κοριτσίστικες, απαλές από λουλούδια, ότι συνήθιζα να διαλέγω στην δεκαετία 20-30 δηλαδή, ξανά ”όχι όχι” μονολόγησα “δεν θέλω κάτι τόσο άγουρο. Θέλω κάτι δυνατό σίγουρο και σαγηνευτικό” της ψέλλισα και κάπου εκεί το βρήκαμε. Το τελευταίο χαρτάκι ήταν ένα άρωμα που μου έφερε στο μυαλό θάλασσα, βότσαλα, αεράτα φουστάνια σε σοκάκια νησιού και ακαταμάχητα ηλιοκαμένα φιλιά στον λαιμό. “Αυτό θέλω! Είσαι κούκλα” της είπα καταργώντας τον πληθυντικό από την χαρά μου και άρπαξα το μπουκαλάκι. Με πήγε στο ταμείο και μες το σοβαρό της ασπρόμαυρο ύφος τελικά μου ευχήθηκε με υπονοούμενο να έχω καλές νέες αναμνήσεις ..
Βγαίνοντας από το πολυκατάστημα πλήρως αρωματισμένη και σίγουρα ονειροπαρμένη, απολαμβάνοντας το αεράκι της Πανεπιστήμιου, που εγώ το βάφτισα κυκλαδίτικο μελτέμι όπως και τα τακούνια μου εσπαντρίγιες, κάτι σταμάτησε το βήμα μου απότομα. Με έναν περίτεχνο τρόπο διπλοκαντηλίτσας που μόνο μούτσος μπορεί να φτιάξει, η ζακέτα μου είχε μπλεχτεί με το κουμπί από το σακάκι ενός περαστικού. Σταματήσαμε και οι δύο, κοιταχτήκαμε με απορία. “Πως έγινε;” “Δεν έχω ιδέα” του λέω, “ήταν μοιραιο” μου απάντησε βάζοντας και οι δύο τα γέλια. Μείναμε κολλημένοι λίγα λεπτά προσπαθώντας να ξεμπερδευτούμε χωρίς να ξηλωθεί ούτε το κουμπί ούτε η ζακέτα. Τελικά τα καταφέραμε και ξεκολλήσαμε. “Ορίστε, είσαι ελεύθερη να φύγεις τώρα και.. παρεμπιπτόντως φοράς πολύ ωραίο άρωμα” είπε και μου έκλεισε το μάτι. Συνέχισε τον δρόμο του και εγώ τον δικό μου. Χαμογέλασα.. συνέχισα να περπατάω στην κυκλαδίτικη Πανεπιστήμιου με ήδη την πρώτη μου ανάμνηση ψεκασμένη στον λαιμό.