Είχα βρεθεί σε μία στάση της Λ. Κηφισίας, στο ύψος του Αμαρουσίου, ένα Απριλιάτικο ξημέρωμα του 2009, σκαστή από το πιο βαρετό πάρτυ που είχα βρεθεί ποτέ στη ζωή μου, καλεσμένη από φίλους φίλων. Τις προηγούμενες τέσσερις ώρες είχα προσπαθήσει να στέκομαι -όσο πιο ειλικρινά μπορούσα- χαμογελαστή δίπλα σε ένα γιγάντιο φυτό εσωτερικού χώρου και να υποδύομαι ότι μου αρέσει η μουσική, το ποτό, το πάρτυ. Αλλά δεν μου άρεσε τίποτα. Ήμουν ο λάθος άνθρωπος στο λάθος μέρος.
Αυτό που χρειάζεται να ξέρεις για μένα είναι πως για αρκετά χρόνια κάθε βράδυ προκειμένου να με πάρει ο ύπνος έβαζα αγώνες βραζιλιάνικου πρωταθλήματος στη τηλεόραση. Επέλεγα ισόπαλα ματς ώστε να μη με ξυπνήσει η φωνή του εκφωνητή σε περίπτωση γκολ. Το δεύτερο που χρειάζεται να ξέρεις για μένα είναι πως μέσα στο κεφάλι μου εκείνη την εποχή, ως αποτέλεσμα της αθλητικής υπνοπαιδείας που υπέβαλα τον εαυτό μου, προκειμένου να με πάρει ο ύπνος, ζούσε ένας βραζιλιάνος ποδοσφαιριστής με το όνομα Φελίπε, ο οποίος με συμβούλευε κάθε φορά που τα έβρισκα σκούρα. Ο φανταστικός μου φίλος ο Φελίπε.
Εκείνο το βράδυ χάζευα τους φίλους των φίλων μου να χορεύουν, να πίνουν, να φλερτάρουν και εγώ έριχνα πλάγιες ματιές στο ψηλό φυτό δίπλα μου και αναρωτιόμουν ποιο να είναι το όνομά του και κάθε πόσες μέρες να χρειάζεται πότισμα. Το πλατύφυλλο εξωτικό δέντρο κι εγώ ξέραμε καλά πως μερικά πράγματα απλά δεν πρόκειται να συμβούν. “‘Ή τώρα ή ποτέ” είπε επιβλητικά η φωνούλα του Φελίπε μέσα στο κεφάλι μου. Επέλεξα εύκολα το ”τώρα” κι έτσι, έκανα το πρώτο βήμα, μετά το δεύτερο, έφτασα στην πόρτα, την άνοιξα, βγήκα, πήρα μια βαθιά ανάσα καθαρού αέρα κι ήταν σαν ν’ ανακάλυπτα πως είναι η πραγματική ελευθερία.
Περπάτησα πάνω στα ψηλά, άβολα παπούτσια μου για περίπου πέντε λεπτά μέχρι να βρεθώ στη στάση πάνω στη φωτισμένη Λεωφόρο. Η μουσική του πάρτυ βούιζε ακόμα στο κεφάλι μου και τα δάχτυλα των ποδιών μου πονούσαν. Έβγαλα τα παπούτσια, τα ακούμπησα δίπλα μου και έκατσα οκλαδόν στο παγκάκι της στάσης.
“Η ζωή σου δίνει μικρά καθημερινά ”τώρα ή ποτέ” που σβήνονται κάθε βράδυ στις δώδεκα τα μεσάνυχτα και μεγάλα, γεμάτα σημασία ”τώρα ή ποτέ” ζωής”, σκέφτηκα.
Άνοιξα το κινητό μου και το σημείωσα. ”Κάποια μέρα θα καταφέρω να γράψω κάτι για αυτό. Μία μέρα που θα έχω μαζέψει αρκετά μπράβο και αρκετές σφαλιάρες ώστε να μπορώ να το αποτιμήσω” υποσχέθηκα στον εαυτό μου και χάζεψα ένα ασημί αυτοκίνητο που πέρασε στην άδεια Κηφισίας, με τη μουσική δυνατά.
Ο Φελίπε κι εγώ καθόμασταν ξυπόλητοι αλλά ευχαριστημένοι σε μία στάση στις τέσσερις το πρωί, αρκετά μακριά από το σπίτι και χαζεύαμε τα αυτοκίνητα να περνούν. “Την πρώτη φορά που δεν θα επιλέξεις αυθόρμητα ανάμεσα στο τώρα και στο ποτέ, τότε θα είσαι πραγματικά κοντά στην ωριμότητα” σκεφτόμουν όταν πέρασε ένα κόκκινο αυτοκίνητο από εκείνα τα πολύ γρήγορα που τα κορίτσια σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζουν τη μάρκα τους, αποσπώντας την προσοχή μου.
“Μία μέρα θα γίνω πλούσια, θα φοράω ακριβά ψηλά παπούτσια με περίσσια άνεση και θα έχω το δικό μου κόκκινο, γρήγορο αυτοκίνητο”, έκανα σχέδια για τα οποία στην πραγματικότητα δεν ενδιαφερόμουν καθόλου.
“Μία μέρα θα είσαι αρκετά έξυπνη ώστε να ξεχωρίζεις ποια πάρτυ να αποφεύγεις και πότε πρέπει να επιλέγεις να μένεις στο σπίτι να βλέπεις ταινίες και αγώνες βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου σε επανάληψη μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.” μου κούνησε το δάχτυλο ο φανταστικός μου φίλος.
“Μία μέρα θα είμαι τόσο σοφή που δεν θα χρειάζεται να διαλέγω ανάμεσα σε ”τώρα ή ποτέ” απάντησα υπεροπτικά στον ίδιο μου τον εαυτό.
“Δεν θα πάψουν τα ”τώρα ή ποτέ”, ανόητη” με μάλωσε ο βραζιλιάνος απότομα.
Ξυπόλητη, με πονεμένα δάχτυλα και μόνη, σε μία στάση, ένα απριλιάτικο ξημέρωμα του 2009, στην άδεια Κηφισίας, στο ύψος του Αμαρουσίου δεν ήμουν έτοιμη για να αποφασίσω. Έβαλα τα παπούτσια μου, περίμενα άλλα πέντε λεπτά και σταμάτησα το πρώτο ταξί που κατηφόριζε τη Λεωφόρο. ”Δεν θα ξαναπάω μόνη μου σε πάρτυ φίλων φίλου” αποφάσισα την ώρα που βούρτσιζα τα δόντια μου και μετά έβαλα στο βίντεο για να με νανουρίσει την επανάληψη Κορίνθιανς – Παλμέιρας, ματς που ήξερα από πριν πως είχε λήξει ισόπαλο.
Δέκα χρόνια μετά μπορώ -μάλλον- να αποτιμήσω το ρίσκο της επιλογής του ”τώρα ή ποτέ” και να κλείσω οριστικά αυτή τη συζήτηση με τον φανταστικό φίλο μου. Γράφω για αυτό όπως μου υποσχέθηκα, καταλήγοντας πως πάντα θα διαλέγω τα sneakers αντί των ψηλών παπουτσιών, θα προτιμώ τον αυθορμητισμό αντί της ωριμότητας και θα υποστηρίζω τώρα αντί του ποτέ.