Είμαι πολύ καλή στο σιδέρωμα των ρούχων. Ανήκω στην κατηγορία ανθρώπων που η ντουλάπα τους θυμίζει δοκιμαστήριο ακριβής μπουτίκ.
Μια συνάδελφος μου σχολίασε κάποτε πως τα πουκάμισα μου στο γραφείο συζητιούνται. Το σχόλιο θα μπορούσε να το κάνει η μαμά μου ή κάποια φίλη της, οπότε ήταν ένας καλός λόγος για να μην συναναστρέφομαι φιλικά μαζί τους. Σιδερώνω τόσο καλά εξαιτίας της και τελειώνω εκεί. Δεν θέτω ως ζήτημα ζωής και θανάτου αν θα πετύχει η τσάκιση στα πουκάμισα ή ο γιακάς, όπως εκείνη.
Το σίδερο γλιστράει πάνω στο μαύρο παντελόνι της δουλειάς μου, μου περνάει απ’ το μυαλό να το αφήσω εκεί και να κρεμάσω τις μπλούζες.
Φαντάζομαι να επιστρέφω στο γραφείο και να παρουσιάζομαι με μια τρύπα στο πόδι σε σχήμα ηλεκτρικού σίδερου. Η προϊστάμενη μου να εκνευρίζεται όσο θα δικαιολογούμαι και οι σοβαρές συνάδελφοι μου να απορούν πως εγώ που σιδερώνω τόσο καλά έκαψα το παντελόνι μου. Την ίδια στιγμή σκέφτομαι πως θα ήθελα να φωτογραφίσω, μέσα στο χώρο εργασίας τους, ανθρώπους ντυμένους ανορθόδοξα.
Να μαρτυρούν ότι είναι ακατάλληλοι για την δουλειά που κάνουν, μόνο με την παρουσία τους. Έναν φούρναρη ντυμένο στα λευκά έχοντας λασπωμένα χέρια ως τους αγκώνες, η λάσπη να στάζει απ’ τα ακροδάχτυλα και να λερώνει το πάτωμα. Μια δασκάλα με μαγιό μες την τάξη της, μια τραπεζική υπάλληλο με ρούχα γυμναστικής, έναν σουβλατζή με κοστούμι. Θα φωτογράφιζα και την Άννα, να περιμένει στην ουρά του ΟΑΕΔ την σειρά της φορώντας ένα καταπληκτικό βραδινό φόρεμα, ίσως αυτό που φόρεσε στον γάμο της αδερφής της. Το πρότζεκτ μου θα λέγεται “άκρως ακατάλληλοι” και θα σκίσει. Δεν ξέρω γιατί μου περνάνε τέτοιες σκέψεις αλλά δε μ’ ανησυχεί. Τις έχω καλοδεχτεί και κάποιες τις καταγράφω. Αυτό το κάνω αυθαίρετα, δεν το διάβασα κάπου.
Υπάρχει απαγόρευση της κυκλοφορίας, για να βγω πρέπει να στείλω μήνυμα και να δώσω αναφορά στην κυβέρνηση, στην αστυνομία πού πάει το μήνυμα, δε ξέρω, είμαι κλεισμένη στο σπίτι κι όμως αισθάνομαι πιο ελεύθερη από ποτέ.
Έχω μπροστά μου μια ακόμη εβδομάδα απουσίας από το γραφείο και θα την εκμεταλλευτώ. Συνεχίζω με την επόμενη στοίβα ρούχων, ζεσταίνομαι και ανοίγω την μπαλκονόπορτα. Ο απέναντι γείτονας του τέταρτου έχει κατεβασμένα παντζούρια, μου κάνει εντύπωση, μάλλον θα πήγε να βρει την γυναίκα του στο εξοχικό. Ακριβώς από κάτω, στο μπαλκόνι του τρίτου, κάθεται κάποιος και καπνίζει. Ο κάποιος είναι ωραίος και μοιάζει άνετος μες τις πιτζάμες του. Ή τώρα ή ποτέ.
«Καλημέρα!»