-Και μπαίνω που λες στο ιατρείο να μου κόψει τα ράμματα και αρχίζω να κλαίω.
-Γιατί; Αφού δεν πονάει το να σου κόψουν τα ράμματα.
-Το ξέρω, έτσι μου είπε και ο γιατρός αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Είχα σταθεί στην πόρτα και δεν μπορούσα να προχωρήσω πιο μέσα παρά στεκόμουνα και έκλαιγα. Η υπόθεση ράμματα εξελίχθηκε με κεφαλαία κλάμματα.
– Μα δυο λεπτά υπόθεση είναι και ούτε που το καταλαβαίνεις.
– Καλά τα λες εσύ, καλά τα ξέρω κι εγώ μα έλα όμως που δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, άσε που δεν ήθελα να με αγγίξει ο γιατρός, φοβόμουνα ότι θα πονέσω. Πάλι. “Ανάμνηση του πόνου” το είπε ο γιατρός, ότι δηλαδή ασυναίσθητα θυμήθηκα πόσο είχα πονέσει τότε που είχα σπάσει το κεφάλι μου και χρειάστηκε να μου κάνει τα ράμματα και για αυτό αντέδρασα έτσι.
– Ανάμνηση του πόνου ε; Ενδιαφέρον! Δεν το έχω ξανακούσει.
– Ναι, ναι! Ενθουσιάστηκα με το που το άκουσα και αυτό μονολογούσα από μέσα μου όταν ξεγαντζώθηκα από την πόρτα και έκατσα στην καρέκλα για να μου τα κόψει. “Ανάμνηση του πόνου, ανάμνηση του πόνου. Πόνεσα τότε δεν θα πονέσω τώρα”, έλεγα στον εαυτό μου όση ώρα ξέραβε και όντως δεν κατάλαβα τίποτα, ούτε και πόνεσα.
– Ανάμνηση του πόνου λοιπόν, είπε η Ελένη και χαμογέλασε. Ωραία, κάθε φορά που θα βλέπω ένα μοχίτο θα κλαίω και θα υποφέρω γιατί θα θυμάμαι τις φορές που έχω υποφέρει και έχω πονέσει από τα χανγκόβερ που παθαίνω μετά από πέντε μοχίτο!
– Σωστό και αυτό! Κάτσε να παραγγείλουμε τα δεύτερα μοχίτο και να αρχίσουμε να δακρύζουμε, της είπα και γύρισα το κεφάλι μου να βρω τον σερβιτόρο. Κι αφού τον βρήκα και τα παρήγγειλα γύρισα το κεφάλι μου προς την Ελένη για να συνεχίσουμε την κουβέντα μας. Και την είδα κοκαλωμένη με βουρκωμένα μάτια.
– Ελένη; Τι έπαθες; Δεν ήρθαν ακόμα τα δεύτερα μοχίτο, από τώρα κλαις;
– Πίσω, εκεί, δεξιά σου, κοίτα με τρόπο, ψέλλισε.
Γύρισα να δω, όχι πολύ διακριτικά και με τρόπο που θύμιζε περισσότερο γύρισμα από κεφαλοκλείδωμα. Και τον είδα. Πίσω, εκεί, δεξιά μου, ήταν εκείνος, ο άλλος, αυτός που “της κατέστρεψε την ζωή” όπως συνηθίζαμε να τον αποκαλούμε γελώντας τα τελευταία τρία χρόνια που έχουν χωρίσει. Τα τελευταία τρία χρόνια που δεν είχαν ειδωθεί, που δεν είχε δει ο ένας τον άλλο ούτε σε κάποιο μαγαζί, ούτε σε κάποιο φανάρι, ούτε σε κάποιο περίπτερο, παρά μόνο ίσως στα όνειρα τους. Και τώρα έβλεπε ο ένας τον άλλο σε απόσταση τριών μέτρων. Τρία χρόνια σε τρία μέτρα. Πώς χωράνε τελικά ε;
– Θα πας να του μιλήσεις;
– Θέλω αλλά δεν μπορώ, είπε και παρέμεινε ακίνητη σφίγγοντας τα μπράτσα της καρέκλας της. Δεν θέλω, δεν μπορώ, δεν ξέρω, είπε και βούρκωνε περισσότερο, αλλά λιγότερο από όσο είχε βουρκώσει τα τρία χρόνια του χωρισμού και τα τέσσερα της κοινής ζωής με τον άλλο. Μιας κοινής ζωής που παρέμενε ακίνητη και δεν προχώραγε -και η ζωή και εκείνη- για να αλλάξει αυτά που δεν της άρεσαν, αυτόν που δεν της άρεσε όπως της φερόταν, τον εαυτό της που δεν της άρεσε που παρέμενε ακίνητος. Σύνολο πέντε χρόνια που πόνεσε, που έκλαψε, που κατάφερε τελικά να προχωρήσει και να συνεχίσει χωρίς αυτόν που κάποια μέρα της είπε”βαρέθηκα” και την άφησε πιο ακίνητη από ποτέ.
Και η Ελένη έμεινε μόνη της να μετράει πονώντας τις φορές που πόνεσε μαζί του. Τις φορές που τον περίμενε και δεν ερχόταν, τις φορές που της είπε ψέμματα, τις φορές που δεν είχαν σημασία αυτά που ήθελε εκείνη, τις φορές που μετά από κάθε τσακωμό έμενε με βουρκωμένα μάτια γατζωμένη στην πόρτα να τον κοιτάει να φεύγει. Τις φορές που πόνεσε.
Τον τελευταίο καιρό είχε σταματήσει να πονάει. Έχει βρει κάποιον άλλο που φαίνεται ότι χωράει περισσότερο ο ένας στην ζωή του άλλου απο ότι χώραγε ο ένας στην ζωή του άλλου με τον άλλο. Και δεν της λείπει πια ο άλλος. Και πλέον αναγνωρίζει τα λάθη που έκανε με τον άλλο και με τον εαυτό της. Και πλέον δεν ανέφερε πια τον άλλο. Ούτε και τον θυμότανε. Ούτε τον άλλο ούτε τον πόνο που ένιωθε με τον άλλο.
– Ελένη έρχεται προς τα εδώ, της είπα.
– Με πονάει το στομάχι μου, είπε και ετοιμάστηκε να σηκωθεί καθώς ξεγαντζωνόταν δειλά δειλά απο την καρέκλα σαν να επρόκειτο να της κόψουν τα ράμματα.
– Ανάμνηση του πόνου σαν να λέμε ε, κούνησα με κατανόηση το κεφάλι μου.
– Πόνεσα τότε, δεν θα πονέσω τώρα, καλά το θυμάμαι ε; Έτσι δεν λέμε; Μου είπε με αυτοπεποίθηση. Καλύτερα να θυμάσαι τα ράμματα που σε έκαναν να πονέσεις παρά τα δράματα, πρόσθεσε με κάποια πικρία την ώρα που ο άλλος έφτανε στο τραπέζι μας ταυτόχρονα με την παραγγελία μας.
– Να κεράσουμε μοχίτο; Ένα όμως ε; Μην υποφέρουμε από χανγκόβερ και αύριο!του είπε κι έκανε νόημα στον σερβιτόρο να φέρει ένα ακόμα από τα ίδια.