Εμείς δεν είμαστε σαν τους άλλους, εμείς είμαστε κάτι ανώτερο”.

Έτσι μου έλεγες.

Κι εμένα μου άρεσε αυτό το όνομα που μας έδωσες.

Ποτέ δεν ήξερα τι είμαστε εγώ κι εσύ.

Φοβόμουνα να ρωτήσω.

Εμένα.

Εσένα.

Κι εσύ, λες και καταλαβαίνες κάθε φορά πως ήθελα να σε ρωτήσω “τι είμαστε εμείς?”, προλάβαινες να απαντήσεις χωρίς να σε ρωτήσω.

Προλάβαινες τον φόβο σου να απαντήσεις την ερώτηση που μου προκαλούσε φόβο να ρωτήσω.

“Εμείς είμαστε κάτι ανώτερο”.

Αυτό ήμασταν.

Έτσι έλεγες.

Έτσι πίστευα.

Κι ήταν τόσο όμορφο να πιστεύω πως εγώ κι εσύ ήμασταν κάτι ανώτερο.

Κάτι ανώτερο που δεν είχε ανάγκη από όνομα, “ταμπέλα”, ορισμό, έννοια.

“Κάτι ανώτερο”.

Ασπάστηκα, αγκάλιασα, προστάτευσα αυτό που μας βάφτισες.

“Κάτι ανώτερο”.

Ήταν τόσο όμορφο να είμαι “κάτι ανώτερο” μαζί σου.

Ίσως γιατί τότε όλα ήταν όμορφα όταν ήμουν μαζί σου.

Όσο ήμουν μαζί σου.

Φρόντιζα να υπενθυμίζω στον εαυτό μου κάθε φορά που πονούσα με μια εξαφάνιση σου, με μια ακόμα αναίτια απουσία σου, με μια ακόμα αδιαιολόγητη σιωπή σου πως εμείς είμαστε “κάτι ανώτερο”, πως δεν έχουμε ανάγκη την συνέπεια, την παρουσία, την επικοινωνία. Γιατί εμείς “δεν είμαστε σαν τους άλλους”. Εμείς  βλέπεις ήμασταν αυτό το “κάτι ανώτερο”. Που δεν χρειάζεται κάποιος από τους δύο ή και τους δύο ακόμα να ρωτάει, να ζητάει, να πονάει, να νιώθει, να απαντάει, να επικοινωνεί, να είναι συνεπής, να είναι στο παρόν, να ζητάει “συγγνώμη”, να λέει “σ’αγαπάω”, να λέει “μου έλειψες”, να κλαίει, να γελάει, να λέει τι αισθάνεται, νε λέει τι φοβάται, να λέει τι ελπίζει, τι ονειρεύεται, τι αντέχει, τι δεν αντέχει.

Εμείς ήμασταν “κάτι ανώτερο” και κοροϊδεύαμε τους ανθρώπους που κανονικά ζούσαν, έκαναν σχέσεις, επικοινωνούσαν, θύμωναν με τον άλλο, χαιρόντουσαν μαζί του, έκλαιγαν εξ’αιτίας του, πονούσαν από εκείνον, χαμογελούσαν με την παρουσία του, πληγωνόντουσαν από την συμπεριφορά του, συζητούσαν τα θέλω τους, τις ανάγκες τους, τους φόβους τους, τις ελπίδες, τα όνειρα τους. Ζούσαν κανονικά με τον άλλο. Τον περίμεναν κανονικά κι εκείνος εμφανιζόταν κανονικά. Τον ρωτούσαν κανονικά. Του έλεγαν “συγγνώμη” και “σ’αγαπάω” κανονικά. Κι εκείνος- ο άλλος- τους απαντούσε κανονικά, τους  θύμωνε κανονικά, τους έλεγε “συγγνώμη” και “σ’αγαπάω” κανονικά.

Κοροϊδεύαμε αυτό που ζηλεύαμε γιατί δεν μπορούσαμε, δεν φτάναμε να έχουμε και να είμαστε.

Και νομίζαμε πως οι άλλοι ζηλεύουν αυτή την “ανωτερότητα” μας.

Βαφτίσαμε την ανικανότητα μας “ανωτερότητα”.

Αυτό κάναμε.

Γιατί δεν μπορούσαμε, δεν θέλαμε να είμαστε κανονικοί.

Φοβηθήκαμε.

Να είμαστε οι κανονικοί άνθρωποι που θέλαμε να γίνουμε.

Να μιλάμε κανονικά, να ζούμε κανονικά, να επικοινωνούμε κανονικά, να μαλώνουμε κανονικά, να τα ξαναβρίσκουμε κανονικά, να συζητάμε κανονικά, να μοιραζόμαστε κανονικά,να έχουμε ανάγκες κανονικά.

Ίσως αυτό να είναι το ανώτερο τελικά. Αυτό που μέσα στην τόση “ανωτερότητα μας” δεν φτάσαμε ποτέ. Το κανονικό.

Αυτό που δεν γίναμε ποτέ εμείς μαζί.

Ανώτεροι μέσα στην μικρότητα μας χάσαμε την ευκαιρία να είμαστε κανονικοί.

Τότε ήταν τόσο όμορφο να είμαι “ανώτερα ανίκανη” μαζί σου.

Τώρα δεν θέλω πια να είμαι ανώτερη.

Θέλω να είμαι κανονική.

Γιατί όσο καιρό ήμουν “ανώτερη” μαζί σου δεν έφτανα να δω κάτω από εμένα.

Τώρα είμαι απλά κάτι που δεν έχει κάποιο όνομα, κάποια “ταμπέλα”, κάποιον ορισμό, κάποια έννοια.

Όπως και τότε μαζί σου.

Αλλά τώρα είναι αλλιώς.

Τώρα είναι “κανονικά”.

Και όλα σιγά σιγά θα επανέλθουν στον κανονικό τους ρυθμό.

Όλα θα ξαναγίνουν κανονικά.

Χωρίς να είναι.

Μακάρι να ήταν.

Μακάρι να ήσουν.

Μακάρι να ήμουν.

Τι νόημα έχουν οι ευχές αν δεν μπορούν να γίνουν πράξεις;

Κανονικά, κανένα.