Κάθε φορά που σε μια παρέα, τίθεται ένα θέμα προς συζήτηση επί τάπητος, όλοι οι συμμετέχοντες γίνονται μάρτυρες μιας πολύ εποικοδομητικής και προπαντός επιχειρηματολογικής εμπειρίας. Με προσεγγίσεις και τοποθετήσεις που αρχικά παρουσιάζονται πανομοιότυπες και προέρχονται από “παρόμοια” εργασιακά (και όχι μόνο) βιογραφικά, κατά την ανάπτυξη και εξέλιξη της συζήτησης, αρχίζουν να διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους. Το ποσοστό της απόκλισης, ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο που ο καθένας επιλέγει να επεξεργαστεί το πλήθος των πληροφοριών που λαμβάνει είτε για πρώτη, είτε για πολλοστή φορά.
Ανάμεσα στο πλήθος των διαφορετικών προσεγγίσεων επάνω στο θέμα της συζήτησης, είναι αναμενόμενο ότι θα παρουσιαστεί πλήθος επιχειρημάτων ή εικασιών, στην προσπάθεια του καθενός να τεκμηριώσει τη στάση του απέναντι στα όσα ισχυρίζεται. Ένα από τα θέματα που μπορούν να εξασφαλίσουν μόνιμο πληροφοριακό, παρασκηνιακό και διαχρονικό περιεχόμενο, δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από την ίδια τη μόδα. Έχοντας ως πυξίδα τις προσωπικές αντιλήψεις και τις αισθητικές προτιμήσεις του καθενός, όλοι οι συμμετέχοντες καλούνται να εξερευνήσουν ολοένα και περισσότερες χαρτογραφημένες ή “αχαρτογράφητες” περιοχές στον ευρύτατο κόσμο της μόδας, ανάλογα με το επίπεδο των ανταλλασσόμενων πληροφοριών και γνώσεων.
Ανεξάρτητα αν κάποιος ανήκει στην μερίδα των ανθρώπων που θωρακίζονται πίσω από ένα ρητορικό-φιλοσοφικό ερώτημα, σχετικά με τη χρησιμότητα και τη διαχρονικότητα της διαρκούς αλλαγής των προτεινόμενων στίλ και χρωμάτων ή απλά επιτρέπει-αναζητά από/στον εαυτό του επιπλέον “τροφή”, η μόδα θα εξακολουθεί να αποτελεί ένα μόνιμα ενδιαφέρον θέμα προβληματισμού ή απλά συζήτησης και για τις δυο πλευρές. Στο σημείο αυτό, ίσως είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να γεννηθεί και ο εξής προβληματισμός: Με ποιο τρόπο άραγε μπορεί κανείς να φύγει από μια τέτοιου είδους συζήτηση αρχικά όσο πιο αλώβητος γίνεται και στη συνέχεια εμπλουτισμένος με καινούργια στοιχεία σχετικά με όσα μέχρι πριν από λίγα λεπτά είχε στο μυαλό του ως “δεδομένα”;
Η απάντηση μόνο απλή δεν θα μπορούσε να είναι.. Όταν οι απόψεις έρχονται αντιμέτωπες με τις γνώμες, το μόνο σίγουρο είναι ότι κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας, κάποια αρχικώς παρουσιαζόμενα ως ισχυρά και ανυπέρβλητα επιχειρήματα, σταδιακά θα αρχίσουν να εμφανίζουν σημάδια τρωτότητας, απέναντι σε εκείνα που είναι “οχυρωμένα” πίσω από τεκμηριωμένες απαντήσεις, βασιζόμενες κυρίως στη γνώση και όχι απλά στην ενημέρωση. Υπάρχει ένα σημείο όπου η γνώμη κάποιου (ανεξάρτητα αν είναι ή όχι “ειδικός” στο συγκεκριμένο θέμα) καλείται να συνεχίσει ανεπηρέαστη τη θεωρητική της πορεία και να έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό και πολύ απαιτητικό πεδίο της ρεαλιστικότητας, απαλλαγμένο από κάθε στοιχείο ρομαντισμού και δημιουργικότητας. Πρόκειται για το σημείο όπου έννοιες σαν τη μεταδοτικότητα, την υπομονή, την επιχειρηματολογική ανάπτυξη και προπαντός την καλή διάθεση, μπορούν να καθορίζουν και να διαμορφώσουν όχι απλά απόψεις, αλλά αντιλήψεις. Με πιο απλά λόγια εκείνη τη στιγμή, ανακαλύπτουμε το μέγεθος του ενδιαφέροντος και της σοβαρότητας που η μόδα μας αποπνέει, μέσα από τον τρόπο που ο εκάστοτε “ειδικός” (στιλίστας, σχεδιαστής, διακοσμητής κτλ) μας περιγράφει-μεταφέρει στη δική του διάσταση. Εκεί όπου η αντιληπτική συμβατότητα μας με εκείνη του ομιλητή, καλείται να συγχρονιστεί έχοντας ως βασικό πομπό επικοινωνίας την έμπνευση, τη λαχτάρα και τον ενθουσιασμό κάθε “ειδικού” που σέβεται πρώτα τον εαυτό του και μετά τη δουλειά του.
Σε κάθε εργασιακό τομέα, υπάρχουν ιδανικά και τυπικά παραδείγματα ανθρώπων που κάνουν αξιοπρεπέστατα τη δουλειά τους, κατευθυνόμενοι κατά κύριο λόγο πέρα από την αγάπη τους για τη μόδα, από το χαρακτήρα και την ποιότητα των εμπειριών τους. Ανεξάρτητα λοιπόν αν είμαστε ή όχι οπαδοί της μόδας, ίσως το μόνο που αξίζει να θυμόμαστε πριν εκδικάσουμε οποιαδήποτε εκδοχή ή άνθρωπο της, να εντοπίζεται στο ότι για κάθε “αρνητικό” ερέθισμα που λαμβάνουμε, υπάρχει σαφέστατα και το αντίστοιχο “θετικό”. Με αυτό τον τρόπο ίσως οι αντιλήψεις μας, να διαμορφώνονται αντικειμενικότερα όχι μόνο για τη μόδα, αλλά και για τη διαφοροποίηση των όρων ανάμεσα σε επαγγελματίες, ειδικούς, ερασιτέχνες, εκπαιδευόμενους και specialists.