Αποχη
“Αποχή”: ουσιαστικό, θηλυκό, η μη συμμετοχή σε κάτι.
“Δικαίωμα”: ουσιαστικό, ουδέτερο, κάτι που επιτρέπεται.
Η συμμετοχή, η αποχή, το ενδιαφέρον, η αδιαφορία, η παρουσία, η απουσία, το δικαίωμα, η υποχρέωση.
Το δικαίωμα στην αποχή, το αναφαίρετο δικαίωμα της επιλογής να απέχεις όταν κάτι δεν είναι αυτό που θες. Όταν κάποιος δεν είναι αυτό που θες. Όταν δεν σου αρέσει το φαΐ, όταν δεν σου αρέσει η μουσική, η ταινία που σου προτείνουν να δείτε, η δουλειά που διάλεξες ή αναγκάστηκες να κάνεις, η σχέση που έκανες, οι φίλοι που επέλεξες, η οικογένεια μέσα στην οποία γεννήθηκες, η πόλη που ζεις, τα κόμματα που σου ζητάνε να τα ψηφίσεις, οι επιλογές που σου δίνουν.
Όταν όλες οι προηγούμενες προσπάθειες έπεσαν στο κενό, όταν βλέπεις ότι δεν χωράς ή δεν ταιριάζεις κάπου όσο κι αν προσπάθησες κι εσύ και οι άλλοι, όταν οι προτεραιότητές σου είναι διαφορετικές από αυτές που απαιτούν την παρουσία ή την συμμετοχή σου, όταν τίποτα από όσα σου προσφέρουν δεν σε καλύπτει, όταν για τίποτα από όσα σε ρωτάνε δεν έχεις απάντηση, τότε είναι δικαίωμά σου, ίσως και υποχρέωσή σου να απέχεις.
Αν είσαι κάπου, αν ανήκεις κάπου, αν υποστηρίζεις κάποιον, να το κάνεις και να ξέρεις το γιατί. Να πολεμάς και να μάχεσαι για εσένα και για αυτό που πιστεύεις.
Αν δεν ξέρεις γιατί είσαι κάπου, γιατί νιώθεις να ανήκεις κάπου χωρίς να ανήκεις, αν είσαι εκεί χωρίς να είσαι, τότε να φεύγεις, να απέχεις. Αλλά να ξέρεις γιατί απέχεις, να ξέρεις γιατί δεν θες, να ξέρεις γιατί λες και δείχνεις πως “εγώ δεν θα είμαι εδώ σε αυτό”. Αυτό είναι δικαίωμα και υποχρέωσή σου. Το να ξέρεις. Το γιατί. Και το πώς. Και έτσι η απουσία γίνεται παρουσία , η σιωπή γίνεται απάντηση, και η υποχρέωση γίνεται δικαίωμα, και η αποχή γίνεται συμμετοχή. Από, προς και για εσένα.