H Αρσινόη Νάσιου με καταγωγή από το Ζαγόρι εμπνεύστηκε από την ντοπιολαλιά, πήρε λέξεις και φράσεις όπως «ζβάρα «άι σαπέρα», «ούιιι», «άιστε με» και τις κέντησε μία μία σε μπλουζάκια, φούτερ, ταγάρια, καπέλα…
Έτσι, δημιουργήθηκε το brand «Τίσερτς, είχαμε και στο χωριό μας». “Ένα project που ξεκίνησε με αφορμή μία πεζοπορία και τη φράση «Θα παρ’ τα βνα» και πλέον αποτελείται από πολλές ακόμη που μας θυμίζουν όλες αυτές τις φράσεις που έλεγαν και συνεχίζουν να λένε ακόμη και σήμερα οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Πλέον το εγχείρημα έχει εξελιχθεί σε έναν τρόπο επαφής με τις ρίζες μας, τα χωριά μας και τις παραδόσεις μας, που κόσμος με την ίδια αγάπη για τα βουνά, τα χωριά, τις ίδιες αναμνήσεις και βιώματα ακολουθεί και στηρίζει.” λέει η ίδια.
Η Αρσινόη -εκτός από τις λέξεις της ντοπιολιαλιάς- εμπνέεται από την κουλτούρα, τις παραδόσεις και τις συνήθειες του τόπου καταγωγής της. Στο Ζαγόρι, το φθινόπωρο οι δουλειές είναι πολλές καθώς οι άνθρωποι προετοιμάζονται για τον βαρύ χειμώνα. Ανάμεσα σε αυτές το μάζεμα ξύλων, η συλλογή μανιταριών, τα καζανέματα που φτιάχνουν το τσίπουρο. Φθινοπωρινές ασχολίες των κατοίκων των χωριών που ακολουθούν από γενιά σε γενιά “Τα μικροπράγματα που έχουμε στις ρίζες μας.” όπως λέει και η Αρσινόη.
Μανιτάρια
Ξεκινώντας από τον μήνα Σεπτέμβριο είναι αφιερωμένος στην συλλογή μανιταριών. Οι βροχές σε συνδυασμό με το ζεστό κλίμα που επικρατεί ακόμη ευνοούν την ανάπτυξη τους. Για τους ντόπιους η αναγνώριση τους είναι εύκολο έργο αφού γνωρίζουν ποια είναι βρώσιμα δίνοντας τους μάλιστα και δικές τους ονομασίες. Αυγουλήτες, Κατσπέρδικες, Καλογεράκια και Βασιλομανίταρα. Με τα τελευταία να ονομάζονται έτσι λόγω του μεγάλου μεγέθους τους σε σχέση με τα υπόλοιπα. Άλλα καφέ, άλλα κόκκινα, με βούλες, χωρίς, με ψηλή ή χαμηλή βάση, πορώδη, ακτινωτά. Τα βρίσκουν σε συγκεκριμένα σημεία που γνωρίζουν εμπειρικά μέσα στα δάση γύρω από τους κορμούς δέντρων και δίπλα στα ποτάμια. Μαζεύουν ολόκληρα τελάρα και τα τρώνε τηγανισμένα, γεμιστά με τυρί, ακόμα και σε πίτες που φτιάχνουν στη μασίνα.
Μασίνες και Βελέντζες
Η μασίνα πρωταγωνιστεί στην ζωή των ντόπιων από τον Οκτώβριο και μετά. Ο μήνας αυτός είναι πολύ σημαντικός μήνας για τους κατοίκους των χωριών αφού τότε ξεκινάει για αυτούς η προετοιμασία για τον χειμώνα. Ένας χειμώνας που στα ορεινά χωριά διαρκεί μέχρι τις αρχές Απριλίου. Τότε ξεκινάει το μάζεμα ξύλων.
Όταν έχουν πλέον αρκετά τα «ντανιάζουν», τα βάζουν δηλαδή το ένα πάνω από το άλλο και τα συγκεντρώνουν σε μία αποθήκη συνήθως εξωτερικά της κύριας κατοικίας. Η διαδικασία που ακολουθεί είναι γνωστή…κάθε φθινόπωρο και χειμώνα οι μασίνες παίρνουν φωτιά. Ρίχνουν τα ξύλα μέσα ώστε να θερμαίνεται όλο το σπίτι και παράλληλα ζεσταίνουν πάνω τους το φαγητό με όλη την κουζίνα να μοσχομυρίζει.
Τον Οκτώβρη κάνουν την εμφάνισή τους σιγά σιγά οι βελέντζες και όταν τις δεις στρωμένες ξέρεις ότι πλησιάζει χειμώνας. Χνουδωτά χαλιά φτιαγμένα από μαλλί σε όλα τα χρώματα, φούξια, κίτρινες, κόκκινες, ακόμη και πολύχρωμες. Υφαίνονται στον αργαλειό και κρατάνε το σπίτι ζεστό, καλύπτοντας το πάτωμα και τα μπάσια, ξύλινα καθίσματα που χρησιμεύουν και για αποθήκευση. Πάνω σε αυτές η οικογένεια μαζεύεται για να φάει και να πιεί το τσάι του βουνού ή το τσίπουρο της προηγούμενης χρονιάς…αν έχουν μείνει ακόμα.
Καζάνια
Τον Νοέμβριο παραδοσιακά παράγεται το τσίπουρο που θα πίνουν οι χωριανοί στις αυλές, στις πλατείες και στα σπίτια όλη την επόμενη χρονιά. Τα γνωστά σε όλους καζάνια ή καζανέματα γίνονται γύρω από το καυτό καζάνι. Αποτελείται από δύο μέρη που ενώνονται, το ένα λειτουργεί ως καπάκι του άλλου,με στάχτη ως συγκολλητική ουσία. Συγκεντρώνουν γεμάτα δοχεία με τα τσάμπουρα δηλαδή τα σταφύλια, κοτσάνια, κουκούτσια και φλούδες, τίποτα δεν πάει χαμένο.
Όλα αυτά θα μεταμορφωθούν σε τσίπουρο με τη διαδικασία της απόσταξης να ολοκληρώνεται μετά από ένα, με δύο εικοσιτετράωρα. Μέχρι να στάξει και η τελευταία σταγόνα από τον χάλκινο άμβυκα, που θερμαίνεται με ξύλα, ο «καζανιστής», ο ιδιοκτήτης του καζανιού, και η παρέα του, οι συγχωριανοί του στήνουν γλέντια. Καμιά φορά και με την παρουσία κλαρίνων και λοιπών οργάνων. Τρώνε όλοι μαζί ότι έχει φέρει ο καθένας από το σπίτι του…πίτες, ψωμί, ντομάτες και γλεντάνε τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους με μια ευχή «και του χρόνου».
Μπορεί τα καζάνια να μην γίνονται σε πέτρινες πλατείες κάτω από πλατάνια αλλά σε τσιμεντένια υπόστεγα, σε σκονισμένες αποθήκες και όλοι να κάθονται σε πεζούλια και χαλασμένες καρέκλες αλλά εκεί θα δεις να γίνονται τα πιο ωραία γλέντια.
«Γιατί με το τσίπουρο ξεσκάς στο καφενείο, μ’ αυτό έρχεσαι πιο κοντά στους συνανθρώπους σου, μ’ αυτό υποδέχεσαι τον κάθε μουσαφίρη»