Ψάχνουμε το άλλο μας μισό ή το άλλο μας ολόκληρο, αλλά απαιτούμε και τη μαγεία. Τη μαγεία, που μέσα στο άγχος και στη ρουτίνα της δουλειάς και της όλης καθημερινότητας κάπου τη χάνουμε.

Τότε έρχεται ο Αύγουστος. Που όλα τα κάνει να φαίνονται εύκολα και πιο απλά. Και κάπου έρχεται η ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, από το μακρινό πλέον, 2000, για να μας θυμίσει ότι ο έρωτας ίσως και να υπάρχει.

Έχουν αλλάξει οι εποχές. Ο κόσμος κρατάει πλέον ένα κινητό στο χέρι. Καρτοτηλέφωνα ούτε για δείγμα και όσα υπάρχουν, είναι κατεστραμμένα ή μυρίζουν ούρα. Δεν υπάρχει η αθωότητα. Δεν υπάρχει το παιχνίδι με το βλέμμα και τα τυχαία αγγίγματα. Αρκούμαστε στο fast forward των όποιων αντιδράσεων και είναι ok, αν μιλάμε μόνο μέσα από τα social media, δεχόμαστε reaction στα stories και αν μας κάνει ghosting; Θα τον στολίσουμε τον άλλον ή την άλλη με ένα σωρό ωραία επίθετα.

Έχουμε πάρει απόφαση ότι πλέον, το ρομαντικό δεν υπάρχει και ότι ίσως να μην αξίζουμε να ζήσουμε κάτι από love story. Ότι όλοι είμαστε αναλώσιμοι ακόμη και στον έρωτα. Και ότι το «για πάντα» δεν υπάρχει.

Σίγουρα όταν ο Ρένος Χαραλαμπίδης, έγραφε τα «φθηνά τσιγάρα», δε φανταζόταν ότι ο κόσμος μας θα γινόταν τόσο ψυχρός και αναίσθητος. Ότι το να εμπιστεύεσαι κάποια στιγμή, θα ήταν δείγμα πολυτελείας και είδος εξαφάνισης. Που πήγε ο ρομαντισμός; Που πήγε γαμώτο η αθωότητα και τι υπάρχει μετά από αυτό;

Στα «Φθηνά Τσιγάρα» που για μένα είναι ένα είδος ύμνου για το «πρώτο ραντεβού» και του «θέλω να σε φάω με τα μάτια μου και αυτό μου φτάνει», βλέπουμε τη τυχαία γνωριμία δύο νέων που περπατάνε στην άδεια Αθήνα, Αύγουστο μήνα. Μιλάνε για τη ζωή τους, φλερτάρουν, μαθαίνουν ο ένας τον άλλον, πίνουν καφέ και καπνίζουν φθηνά τσιγάρα. Δεν ανταλλάζουν ούτε ένα φιλί. Και όπως έτσι ξαφνικά γνωρίστηκαν, έτσι και χάνονται. Το τι γίνεται στο τέλος, αν είναι στη φαντασία του πρωταγωνιστή ή όχι, αν θα προχωρήσουν μαζί ή όχι, το αποφασίζει ο θεατής.

Στη ταινία, όλα κυλούν με απλό τρόπο. Είναι καλοκαίρι, έχουν μείνει και οι δυο πίσω και ο έρωτας απλά τους χτυπάει τη πόρτα, από εκεί που δε το περιμένουν. Τους δίνει την ευκαιρία, να αλλάξουν τη ζωή τους και να ξεφύγουν από τον όποιο κανόνα έχουν στο μυαλό τους. Εμπιστεύονται και περπατάνε παρέα. Γίνονται για λίγο έφηβοι. Δεν υπάρχει βία ή κάτι πονηρό. Μόνο συντροφιά και λόγια. Λόγια και βλέμματα και νοσταλγία. Νοσταλγία για μια εποχή που δεν υπάρχει. Κάποιοι την γνώρισαν και είναι τυχεροί και κάποιοι άλλοι, δε θα καταλάβουν ποτέ την αξία της, με ότι λόγια και αν ειπωθούν.

Έναν τέτοιο έρωτα ζητάμε όλοι. Καλοκαιρινό, ξαφνικό και αθώο. Χωρίς πολλές σκέψεις. Αυθορμητισμό και ξεγνοιασιά, με όποια και αν είναι η κατάληξη, αρκεί να τον ζήσουμε και να μας συγκινήσει.

Υ.Γ: κι αν τελικά ο ρομαντισμός δεν έχει πεθάνει αλλά εμείς τον θάβουμε από καχυποψία;