«Πού πάει η λύπη όταν φεύγει από τα μάτια μας; αναρωτιέται η Πέτρα. Η μνήμη είναι μαχαίρι που αδιάκοπα σε τυραννά. Ειδικά όταν ζεις με αναβολές και όλο «αύριο να θυμηθώ να σου μιλήσω», «αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω». Τι εγγυήσεις αιώνιου μπορεί να σου παρέχει μια ναρκωμένη ζωή; φαίνεται να ρωτά η Λόλα ως «Ιδεολογικά ύποπτη» στις ροζ σελίδες. Όμως οι άνθρωποι βλέπουν πάντα ό,τι φαίνεται. Και κατά τα φαινόμενα, αυτές οι γυναίκες δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ασχέτως αν όλοι κουβαλάμε μέσα μας και τον διώκτη.
Οι παράλληλες διαδρομές δυο γυναικών που προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν τον απολεσθέντα εαυτό, ν’ ανασκευάσουν τον χαμένο χρόνο για να μπορέσουν να λύσουν το αίνιγμα του κόσμου. Η Πέτρα, φυτεύοντας ζουμπούλια « χτισμένη» σ’ ένα σπίτι πέτρινο. Η Λόλα γράφοντας μικρές ιστορίες, γιατί μόνον έτσι το παρελθόν το κάνει αιώνιο. Άλλωστε, η αποτυχία δεν έχει άλλη λύση, όλο μιλά: για σφαλιστά παράθυρα που δεν ανοίγουν ποτέ, για τη γυναίκα που έγινε αλάτι, για έναν άντρα που ολοένα πνίγεται. Επειδή ποτέ δεν ξέρεις πώς θα γυρίσεις από ένα ταξίδι».
Η Ελένη Γκίκα είναι άλλη μια συγγραφέας, που στο μυθιστόρημά της, μας μιλάει για τον έρωτα. Μας υπογραμμίζει το αποστειρωμένο συναίσθημα, την προσωρινή ευχαρίστηση και όχι την διάρκεια του έρωτα. Οι άνθρωποι, πλέον, κάνουνε σχέσεις για την ασφάλεια, για να κερδίσουν την μοναξιά, φοβούνται την απόρριψη και βρίσκονται συνεχώς σε θέση άμυνας. Ένα φιλοσοφικό ταξίδι στις ζωές δύο γυναικών που προσπαθούν να ξεκινήσουν από την αρχή. Επιπλέον, η Ελένη Γκίκα στις ιστορίες της, συνηθίζει να δημιουργεί σασπένς, καθώς τα γεγονότα δίνονται με μια σχετική επιβράδυνση και αυτό είναι που κρατάει το αναγνωστικό κοινό σε εγρήγορση.
Θα κλείσω το κείμενό μου με ένα απόσπασμα μέσα από το βιβλίο:
«Είπε ο Σικελιανός τη ζωή «σπουδή θανάτου». Κανείς «αθάνατος» από μας δεν τον άκουσε. Μονίμως αναβάλλοντας. Ευθύνες και λαχτάρες, χρέη και επιθυμίες, αγάπες και όνειρα ζωής. Κι εξάλλου, «κανένα πεπρωμένο δεν είναι κατώτερο από ένα άλλο». Το θέμα είναι να βρει κανείς το πεπρωμένο του. Μονίμως σαν Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων που απαντά στην κάμπια: «τουλάχιστον ήξερα ποια ήμουν μέχρι χθες. Αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη για αύριο ποια θα ‘μαι». Κι όμως, «θα είσαι ό,τι πρέπει να είσαι, κι αν όχι, δεν θα είσαι τίποτα».
Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε στο Kορωπί Αττικής. Ξεκίνησε τη δημοσιογραφία από τα περιοδικά «Aντί» και «Φαντάζιο» (1981-1983). Εργάστηκε επί μια δεκαετία στο περιοδικό «Eικόνες» και μετά το 1994, με αντικείμενο το βιβλίο, στο «Έθνος της Kυριακής». Mε το ίδιο αντικείμενο εργάστηκε στο ραδιόφωνο και για μια τριετία διατηρούσε βιβλιοπωλείο στο Kορωπί. Είναι υπεύθυνη της ελληνικής λογοτεχνικής σειράς των εκδόσεων «Άγκυρα».