Μία από τις πρώτες αναμνήσεις που έχω γύρω από το δημοφιλέστερο άθλημα στην ιστορία του κόσμου είναι να πετάγομαι από την καρέκλα μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή, όταν ο πατέρας μου και ο αδερφός μου τσίριζαν με πρωτόγνωρες κραυγές, που μόνο σε αυτό το πλαίσιο έχω ακούσει, όταν μπήκε το θρυλικό γκολ που χάρισε τη νίκη της Ελλάδας έναντι της Πορτογαλίας στον τελικό του Euro, το 2004.
Θυμάμαι να τσιρίζω και εγώ (από την τρομάρα μου) και τότε νομίζω ήταν πρώτη στιγμή που κατάλαβα πως “το ποδόσφαιρο δεν είναι απλά ένα άθλημα”. Θυμάμαι δύο καλοκαίρια μετά μια Ιταλίδα να κοντεύει να τρελαθεί από την αγωνία της, σε ένα καφέ στην Κεφαλονιά στον τελικό του Μουντιάλ.
Θυμάμαι ότι οι συγκεντρώσεις στο σπίτι μας για την παρακολούθηση αγώνα ήταν ιεροτελεστία, θυμάμαι τα εισιτήρια διαρκείας, τις επιγονατίδες του αδερφού μου, τα άλμπουμ με τα αυτοκόλλητα, την ακύρωση ραντεβού από αγόρι “επειδή έχει αγώνα”. Τα θυμάμαι όλα, ακόμη και το γεγονός που 97 άτομα ποδοπατήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός αγώνα στην Αγγλία το 1989, το γνωστό Hillsborough disaster.
Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν με είχε κάνει να καταλάβω σε τι βάθος μπορεί να φτάσει ο φανατισμός για το ποδόσφαιρo, όσο το γνωστό πλέον σε όλους μας “Beckham”, η σειρά ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό στο Netflix.
Σε αυτή τη σειρά ντοκιμαντέρ η ζωή του David Beckham, του μεγάλου σταρ του ποδόσφαιρου που μετατράπηκε σε celebrity των media, στριμώχνεται σε 4 επεισόδια της μιάμισης περίπου ώρας το καθένα, καταφέρνοντας να φωτίσει κομμάτια της πορείας του για τα οποία ο περισσότερος κόσμος δεν είχε ιδέα. “Έλα μωρέ, όλο βλακείες πάλι για τα φράγκα, κάνουν όλοι οι ψωνισμένοι τη ζωή τους reality”, ήταν η πρώτη αντίδραση πολλών, αλλά και ,δεν θα το κρύψω, η δική μου. Ευτυχώς η ζωή είναι εδώ για να μας διαψεύδει, αν δίνουμε στον εαυτό μας, την ευκαιρία του λάθους και της αναθεώρησης.
Και εγώ την έδωσα. Για 3 μέρες, όσο περίπου μου πήρε να το ολοκληρώσω (με μεγάλη προσπάθεια αυτοσυγκράτησης να μην το συνοψίσω σε μία, μιας και από το πρώτο λεπτό αποδείχθηκε εθιστικό), δε σκεφτόμουν σχεδόν τίποτα άλλο και για άλλες τόσες μετά δεν μιλούσα για τίποτα άλλο. Η εξαιρετική παραγωγή, τα άριστα πλάνα, οι ομιλίες με πρώην παίκτες, προπονητές και δημοσιογράφους, αλλά και το πλούσιο βιντεογραφικό υλικό (ο πατέρας του είχε εμμονή και είχε βιντεοσκοπήσει τον Beckham σε πάνω από 1000 αγώνες πριν καν ακόμη ενηλικιωθεί), συντέλεσαν ώστε να δημιουργηθεί ένα αποτέλεσμα το οποίο ισορροπεί ανάμεσα στο εμπορικό και το ρεαλιστικό.
Το “Beckham”, αποτελεί ξεκάθαρα ένα ψυχογράφημα του David Beckham και του περίγυρου του, με ιδιαίτερη εμφάνιση στα γεγονότα και τις συμπεριφορές που είχαν άμεσο αντίκτυπο στον ψυχισμό του παίκτη. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε έναν φιλόδοξο και εμμονικό πατέρα, ο οποίος προσπαθεί να προβάλλει τα δικά του όνειρα στον γιο του, καθώς αυτό που ήθελε όσο τίποτα ήταν “ο γιος του να παίζει για την Manchester United, την ομάδα της καρδιάς του”. Και τα κατάφερε.
Τι αντίκτυπο είχε αυτό σε ένα παιδί; Τεράστιο
Σε μια εποχή και μια γενιά που είχε μάθει πως “αν του έλεγα πόσο καλός ήταν, δεν θα είχε λόγο να κοπιάσει”, o πατέρας του David Beckham, στο βωμό της ματαιοδοξίας του, τον μεγάλωνε με στρατιωτική πειθαρχία και εμμονή να γίνει καλός στο ποδόσφαιρο. Η φυσική συνέχεια λοιπόν μιας τέτοιας εμπειρίας, είναι τα λάθη σε σχέση με το αντικείμενο εμμονής να μην συγχωρούνται, από τους άλλους, αλλά κυρίως από το πρόσωπο που έχει υποστεί όλη αυτή την πίεση.
Η προσωπικότητα του πατέρα του ήταν μια μικρογραφία ολόκληρης της κοινότητας των οπαδών της Manchester United, οι οποίοι λάτρευαν τον David Beckham σαν τον νέο τους θεό τα πρώτα χρόνια της εξαιρετικά επιτυχημένης πορείας του. Όλα αυτά μέχρι τον τελικό του Μουντιάλ το 1998 έναντι της Αργεντινής, όπου ο Beckham λόγω αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς, “τρώει” κόκκινη κάρτα. Και αυτή είναι η αρχή του τέλους.
Ακολουθούν μήνες περιστατικών εκδήλωσης μίσους έναντι στο πρόσωπο του, από πράξεις εξευτελισμού απέναντί του όταν τον πετύχαιναν κάπου έξω μέχρι συνθήματα χλευασμού έως και κατάρες θανάτου δημοσίως, στους αγώνες όπου συμμετείχε. Από θεός, είχε γίνει το τίποτα, τον μισούσε όλη η χώρα. Μπορεί για τους ανθρώπους που παρακολουθούν ποδόσφαιρο όλα αυτά να μοιάζουν αν όχι φυσιολογικά, έστω συνηθισμένα, αλλά σίγουρα για εμένα ήταν ένας ολόκληρος καινούργιος, σκληρός κόσμος.
Παρακολουθούσα όλη αυτή την ανθρωποφαγία αποσβολωμένη, σαν να βλέπω θρίλερ. Όταν παίζεις ποδόσφαιρο για ένα τόσο φανατισμένο κοινό που φτάνει σε μορφή ασθένειας, είσαι ένα πιόνι. Τα πόδια σου, οι κινήσεις σου δεν σου ανήκουν. Απαγορεύεται να κάνεις λάθη και αν κάνεις, θα το πληρώσεις πολύ ακριβά, με την ακύρωση ολόκληρης της επαγγελματικής σου περσόνας. Σε μια εποχή που η ψυχική υγεία φάνταζε κάτι το εξαιρετικά δευτερεύον και ασήμαντο, όπως τονίζεται και στο ντοκιμαντέρ, υπήρχε μηδενικός έλεγχος για το αντίκτυπο που μπορούσαν να έχουν οι συμπεριφορές των φιλάθλων στην ψυχική υγεία των παικτών.
“Ακόμη και σήμερα νιώθω ότι φταίω και δεν το έχω ξεπεράσει”, λέει ο Beckham σε κάποιο σημείο για όλη αυτή τη σκοτεινή περίοδο και αναλογίζομαι πόσο πολύ συχνά οι παίκτες και οι αθλητές γενικότερα ταυτίζουν ολόκληρη την αξία τους με βάση την επίδοση τους στο γήπεδο. Σα να κουβαλάνε όλο το βάρος της χώρας, ασήκωτο. Προφανώς είναι μια παραγωγή του Netflix, με σκοπό να “πλέξουμε το εγκώμιο του Beckham”, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά κιόλας σε κάποιο σημείο του ντοκιμαντέρ. Είναι τελικά το τίμημα που πληρώνεις όταν επιλέγεις να ασχοληθείς με το λαϊκότερο άθλημα του κόσμου, σαν να σου λένε “ήξερες που έμπλεκες”;
Και ναι ο David Beckham έβγαλε εκατομμύρια, όμως πόσα χρήματα εξαγοράζουν την ψυχική υγεία;
Υπάρχει συχνά μια αντίληψη πως οι δισεκατομμυριούχοι δεν πειράζει να περνάνε τα πάνδεινα, γιατί έχουν πολλά χρήματα, κάτι που αν με ρωτάτε είναι αρκετά επικίνδυνο σαν άποψη καθώς συγχέονται δύο διαφορετικές έννοιας, καθώς και ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνηθίσουμε τη βαρβαρότητα έναντι σε κάποιον μόνο και μόνο επειδή έχει περισσότερα χρήματα, άρα εκεί δικαιολογείται.
“Τι σου άρεσε τελικά τόσο πολύ σε αυτό το ντοκιμαντέρ”, με ρώτησε ένας φίλος μου. Μου άρεσε που εγώ τον Beckham τον αντιπαθούσα και βλέποντας έστω ένα μέρος της ζωής του, έστω γυρισμένο από μια ευνοϊκή, προς το πρόσωπό του, ματιά, ένιωσα μια μορφή συμπόνιας για εκείνον. Προσπάθησα να τον καταλάβω, να δω πίσω από τα γεγονότα και από αυτό που προβάλλεται. Όπως και για τη Victoria που είναι γνωστή ως η αγέλαστη και στρυφνή γυναίκα του David Beckham. Και αυτό είναι μια σημαντική υπενθύμιση στη ζωή για το πως πρέπει να ψάχνουμε πίσω από τα πράγματα, ακόμη και αν δεν μας αρέσει αυτό που θα ανακαλύπτουμε.
Πως δεν πρέπει να βιαζόμαστε να κρίνουμε, πως υπάρχει μια εξήγηση, ακόμη και αν αυτή δε φέρει την αλλαγή μια γνώμης. Πως αν συμπαθούμε ή αντιπαθούμε κάποιον ας ξέρουμε σε λίγο περισσότερο βάθος το γιατί, ακόμη και αν η γνώμη μας για αυτόν παραμείνει ίδια. Δεν είμαι σίγουρη αν συμπαθώ πλέον τον Beckam, αλλά τουλάχιστον τώρα ξέρω ολόκληρη την ιστορία. Γιατί αυτό είμαστε στο τέλος της ημέρας, όπως λέει και η Joan Didion “οι ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας για να ζήσουμε”.