Σύμφωνα με το λεξικό του Cambridge πρόκειται για «τον τρόπο συμπεριφοράς σε μια κοινωνία ή ομάδα, ειδικά στα social media, κατά τον οποίον είναι σύνηθες να απορρίπτεται εντελώς ή να σταματήσει να υποστηρίζεται κάποιος επειδή είπε ή έκανε κάτι προσβλητικό, και έχει τις ρίζες του κάπου στο μακρινό 1991.

Έχουν χυθεί τόνοι ηλεκτρονικού μελανιού για το κατά πόσο η κουλτούρα της ακύρωσης είναι ένα εργαλείο κοινωνικής δικαιοσύνης ή μια ακραία μορφή λογοκρισίας.

Στην Ελλάδα τους τελευταίους μόνο μήνες έγιναν hashtag στο Twitter επιχειρήσεις, influencers, τραγουδιστές κ.α. που φέρονται να ξεπέρασαν τα ηθικά, και όχι μόνο, όρια της κοινωνίας. Ο σκοπός κάθε φορά ίδιος: Η απομόνωση, η απόδοση δικαιοσύνης και η αποτροπή αντίστοιχων συμπεριφορών στο μέλλον. Δικαίως ή αδίκως, αυτό θα το κρίνουν σε κάποιες περιπτώσεις τα Δικαστήρια και στις υπόλοιπες η ιστορία.

Και παρότι έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ο δημόσιος διάλογος που αναπτύσσεται κάθε φορά, υπάρχουν κάποια ερωτήματα που εσκεμμένα ή μη αποφεύγονται.

Πόσοι πραγματικά «ακυρώθηκαν»;

Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό, καριέρες γκρεμίστηκαν μέσα σε λίγες ώρες μετά από καταγγελίες που ήρθαν στο φως με τα ίδια τα πρόσωπα να σβήνονται από το χάρτη. Είναι όμως όλες οι περιπτώσεις έτσι; Αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο ελληνικό παρελθόν μάλλον όχι. Αναγνωρίσιμα πρόσωπα που για λίγο ήρθαν αντιμέτωπα με το κύμα της ιντερνετικής οργής, λίγο αργότερα επανήλθαν δριμύτερα και μάλλον ελάχιστα –έως καθόλου– αλλαγμένα.

Με πόση ειλικρίνεια «ακυρώνουμε»;

Εξαιρώντας τις σοβαρές και αξιόποινες περιπτώσεις, με πόση ειλικρίνεια επιλέγουμε να «ακυρώσουμε» κάποιον ή κάποια; Οι συμπεριφορές που ψέγουμε είναι πράγματι συμπεριφορές που δεν υιοθετούμε στην πραγματική μας ζωή; Πόσο ρατσιστές, σεξιστές και πραγματικά ηθικοί είμαστε όταν κανείς δεν μας βλέπει; Με πόση καλοσύνη συμπεριφερόμαστε ο ένας στον άλλον;

Cancel culture, διαφάνεια και marketing…

Τα social media δεν ευνοούν ιδιαίτερα τη διαφάνεια. Λίγο η ευκολία του πληκτρολογίου, λίγο οι εκατοντάδες χιλιάδες ανώνυμοι λογαριασμοί, δεν μπορείς ποτέ να γνωρίζεις τα κίνητρα που κρύβονται πίσω από τις λέξεις. Ακόμη όμως κι αν αφήσουμε πίσω μας την καχυποψία, η τοποθέτηση μεγάλων brands κι εταιρειών και η συμμετοχή τους στην «ακύρωση» προσωπικοτήτων είναι αυθεντική ή ένα ακόμα πετυχημένο κόλπο marketing;

Και τέλος, ποιος έδωσε δύναμη σε όσους «ακυρώνουμε»;

Ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο ή μια επιχείρηση, δεν δημιουργούνται και δεν καθιερώνονται εν μια νυκτί. Κατά κανόνα χρειάζεται ένα αξιόλογο χρονικό διάστημα και μια πορεία κατά τη διάρκεια της οποίας εκφράζονται συγκεκριμένες απόψεις ή χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες πρακτικές. Χωρίς να αποκλείεται και αυτή η περίπτωση, όσοι και όσες βρέθηκαν στο στόχαστρο της cancel culture ξαφνικά «ξεσκεπάστηκαν»; Δεν είχαν δώσει δείγματα ή…δικαιώματα; Μήπως είχαν δώσει αλλά δεν ενδιέφερε κανέναν;

Η κουλτούρα της ακύρωσης ουκ ολίγες φορές ανέδειξε σοβαρά ζητήματα, απέδωσε Δικαιοσύνη και απέδειξε ότι το κοινό μπορεί να έχει λόγο και να συμμετέχει στην αλλαγή. Να είναι η αλλαγή. Ποια είναι όμως η ουσία της και το επόμενο βήμα; Θα είναι ένα βραχυπρόθεσμο κύμα οργής και σφοδρής κριτικής; Ή όντως μια αρχή για να αλλάξει το σύστημα, το γύρω και το μέσα μας;