Κάθισα μαζί της σε ένα καφέ και την κοίταξα προσεκτικά, σαν να ήμουν λίγο έξω από την εικόνα μας. Ήταν αστεία, χωρίς να το προσπαθεί, με τα μαλλιά της να πετάνε άτσαλα, το αγαπημένο της t-shirt λίγο πιο φθαρμένο απ’ όσο θυμόμουν, και εκείνα τα γεμάτα ενθουσιασμό μάτια, που έμοιαζαν να απορροφούν τον κόσμο γύρω τους.

“Θυμάσαι όταν κάναμε εκείνο το ταξίδι με το τρένο και γελάγαμε τόσο δυνατά που όλοι γύρω μας γύρισαν;”, της είπα. Και ξαφνικά, με κοίταξε και γέλασε, χωρίς λόγο. Ένα γέλιο που θα μπορούσε να γεμίσει όλο το δωμάτιο. Κι εγώ, ξαφνικά, ένιωσα τόσο δυνατή νοσταλγία για αυτή την ελαφρότητα.

Αλλά ήταν και κάτι πιο θλιβερό, κάτι που δεν ήθελα να της πω εκείνη τη στιγμή: Μου λείπεις. Μου λείπει η αφέλεια που είχες τότε, το πώς ό,τι κι αν έκανες, είχε αυτή τη διάθεση του “όλα θα πάνε καλά”. Δεν είχες αγχωθεί ποτέ για το τι θα συμβεί, δεν είχες κουραστεί από τις υποχρεώσεις, δεν σε είχε καταβάλει η αίσθηση πως πάντα πρέπει να προλάβεις. Δεν είχες ακόμη ακούσει εκείνη την εσωτερική φωνή που σου λέει συνέχεια “πρέπει”.

“Θυμάσαι πόσο φοβόσουν όσα δεν ήξερες; Κι όμως, τώρα κάνεις βουτιές στα βαθιά χωρίς δεύτερη σκέψη,” της είπα, και αυτή η αίσθηση του “πρέπει να το κάνω γιατί θέλω να δω αν μπορώ” φάνηκε στα μάτια της. Σκεφτόμουν τότε πόσο χαρούμενη θα ήμουν αν μπορούσα να επιστρέψω για λίγο σε εκείνη την αθωότητα.

Μιλήσαμε λίγο ακόμα, λίγο πιο ήρεμα, αφού ξέρω πόσο αγαπά την ηρεμία κι ας μην το ήξερε τότε… Μου είπε για σκέψεις κι έρωτες. Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Και έκανα πως δεν θυμάμαι αν και θυμάμαι τα πάντα… Εκείνους που σε έκαναν να νομίζεις ότι ο κόσμος ήταν ολόκληρος αυτοί. Τα όνειρα που έμειναν ανεκπλήρωτα, γιατί τα έβαλες στην άκρη για να ακολουθήσεις άλλες πορείες. Πόσες φορές δεν φανταζόσουν ένα μέλλον που δεν ήρθε ποτέ, και πόσες φορές δεν περίμενες εκείνο το τηλέφωνο ή εκείνη την αγκαλιά που τελικά δεν ήρθε ποτέ; Και κάθε φορά που έφευγες, έπαιρνες μαζί σου ένα κομμάτι από εκείνες τις αναπάντητες επιθυμίες.

“Ξέρεις,” της είπα, “εκείνη η υπόσχεση που είχες δώσει να ερωτευτείς μέχρι το τέλος του κόσμου… Ξέχασέ την.

Όχι γιατί δεν αξίζει, αλλά γιατί η αγάπη που έχεις για τον εαυτό σου θα είναι η πιο αξιόπιστη.” Εκείνη η σιωπή, γεμάτη αναγνώριση, τα είπε όλα.

Εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησα κάτι. Όλα τα όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν, όλες οι αγάπες που χάθηκαν, οι υποσχέσεις που έμειναν ανεκπλήρωτες – όλα αυτά με έκαναν να είμαι αυτή που είμαι σήμερα. Μου έμαθαν να αγαπώ πιο βαθιά, να εκτιμώ το τώρα και να καταλαβαίνω πως δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο.

“Μην περιμένεις το τέλειο, μην περιμένεις τις ιδανικές συνθήκες,” της είπα, “απλά ζήσε. Γιατί το τέλειο δεν είναι αυτό που νομίζεις, και οι καλύτερες στιγμές έρχονται όταν δεν το περιμένεις.”

Ύστερα, ήρθε το θέμα που δεν ήθελα να αγγίξω. Το άγχος, οι πανικοί. Είδα πώς το πρόσωπό της πάγωσε για λίγο, γιατί το ήξερε κι αυτή. Αλλά, αλήθεια, αν μπορούσα να της πω κάτι σημαντικό, θα ήταν αυτό: “Μην αφήνεις το άγχος να καταστρέψει το τώρα. Μην αφήνεις τα άγχη να σε απομακρύνουν από την ομορφιά της στιγμής, γιατί μια μέρα θα θυμάσαι αυτές τις στιγμές με θλίψη και νοσταλγία.”

Το πιο τρελό, όμως, ήταν ότι ενώ ήθελα να της πω όλα όσα έχω μάθει, ένιωσα πως το μεγαλύτερο μάθημα ήταν το εξής: “Να μη βιάζεσαι. Δεν χρειάζεται να φτάσεις κάπου για να νιώσεις ότι όλα πήγαν καλά. Η ζωή είναι στο τώρα, στα μικρά πράγματα, στον καφέ που πιάνεις και αφήνεις το βλέμμα να περιπλανηθεί στον κόσμο γύρω σου.”

Κι ύστερα, η συζήτηση έγινε πιο ήρεμη, γλυκιά. Κάπως έτσι, καθίσαμε σιωπηλά για λίγο, ενώ το μόνο που ακουγόταν ήταν οι ήχοι του καφέ και οι σκέψεις μας. Όταν σηκώθηκα να φύγω, της έδωσα μια μεγάλη αγκαλιά, σαν να ήμουν η μεγαλύτερη αδελφή που της έλειπε. Είπα ένα “ευχαριστώ” χωρίς λόγια, γιατί, αν ήμουν τότε όντως εκεί, τώρα θα ήμουν πιο σοφή.

Και κάπως έτσι, αποχαιρετηθήκαμε.

Αλλά ξέρω, μια μέρα θα τη συναντήσω ξανά, και ίσως τότε να της πω όλα όσα μου λείπουν από εκείνη.