Το 2007 είχα σκοπό να γράψω ένα άρθρο για τους συγκεντρωτικούς ανθρώπους, χωρίς να ξέρω εάν υπήρχε κάποιος επιστημονικός ορισμός που να τους περιγράφει καλύτερα. Έκλεισα ένα ραντεβού με την ψυχολόγο στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας, κάτω από το γραφείο μας, ένα απόγευμα μετά την δουλειά. Την είχα ήδη ενημερώσει ότι ο σκοπός της επίσκεψής μου ήταν δημοσιογραφικός. Δεν πρόλαβα να φάω το κοτόπουλο με τις πατάτες μου εκείνη την μέρα, προκειμένου να ετοιμάσω κάποιες ερωτήσεις για την συνάντηση και πολύ μου είχε στοιχίσει αυτή η αφαγία.
Η κυρία ψυχολόγος μου πρόσφερε την καρέκλα απέναντί της και ένα ποτήρι νερό και με ρώτησε πως μου φαίνεται ο συννεφιασμένος καιρός. Της απάντησα πως είναι ”ξεκουραστικός” και αναζωογονητικός. Μετά με ρώτησε τι θέμα θα έχει το άρθρο που ετοιμάζω και εάν έχω κάποιες ερωτήσεις να της κάνω ή αν θα κάνουμε μια συζήτηση περί του θέματος, κοιτώντας ήδη το σημειωματάριο που είχα ήδη μισοανοίξει. ”Φυσικά και θα σας κάνω τις ερωτήσεις μου”, θυσίασα το μεσημεριανό μου για αυτές.
Μη στα πολυλογώ, μέσα στα επόμενα 45 λεπτά καταλήξαμε ότι είμαι ένας άνθρωπος μάλλον συγκεντρωτικός, που αγαπώ το να ελέγχω την πορεία των πραγμάτων και δεν θέλω να παρεκκλίνω ιδιαίτερα από το αρχικό πρόγραμμα. Μου αρέσουν οι στόχοι, τα κουτάκια του εξέλ, τα timetables, τα deadlines, να πηγαίνω πρώτη στην πεζοπορία, να ξέρω που θα πάμε από πριν για πρώτο ραντεβού, δεν μ αρέσουν οι εκπλήξεις, δεν αφήνω τον κομμωτή μου να κάνει ό,τι θέλει στα μαλλιά μου (ποιος το κάνει;;;), ολοκληρώνω τις προτάσεις των άλλων όταν αργούν να βρουν την κατάλληλη λέξη, θα ήθελα πολλές φορές να είμαι ο Αλέξης στη θέση του Αλέξη γιατί εγώ μάλλον θα το έκανα πιο οργανωμένα όλο αυτό.
Χρειάστηκαν 45 λεπτά, 60 ευρώ και το άρθρο που ετοίμασα̇ για να παραδεχτώ πως αγαπώ το να ελέγχω τα πράγματα. Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εδώ, παρά μόλις άρχισε.
Μόλις βγήκα από το γραφείο της ψυχολόγου, περπάτησα μέχρι το σπίτι, αφηρημένη, κρατώντας σφιχτά ακόμα την απόδειξη στο χέρι. Ένιωθα το βάρος του ”η ειδικός μου βρήκε κάτι, πρέπει να δω τι θα κάνω”. Τις επόμενες μέρες σκέφτηκα να δω πιο χαλαρά τα πράγματα, να αφήσω τον φίλο μου τον Παύλο να διαλέξει που θα πάμε να φάμε, να προσπαθήσω να είμαι τυπική στις παραδόσεις της δουλειάς μου και να μην αναλάβω περισσότερα από όσα μπορώ. Έπρεπε επίσης να θυμηθώ να αφήνω τις πρωτοβουλίες στην βοηθό του τμήματος μας και να της δίνω λίγο χρόνο επειδή ήταν καινούργια ακόμα. Μισό, μισό να τα γράψω. Και τα έκανα λίστα. Και το επόμενο πρωί άνοιξα την λίστα μου να θυμηθώ τι δεν πρέπει να κάνω. Όσο προσπαθούσα μέσα στη μέρα να μου υπενθυμίζω τι ΔΕΝ πρέπει να κάνω τόσο μου φαινόταν απαραίτητο το να μάθω που θα πάμε για καφέ και τι θα φάμε μετά. Μισό, μισό να σκίσω την λίστα. Και την έσκισα.
Μη σου τα πολυλογώ, τρεις μέρες μετά αφού γύρισα στο γραφείο από μια δηλητηρίαση επειδή η Μαρία η συνάδερφος διάλεξε να φάμε από ένα νέο κινέζικο κοντά στο γραφείο, ένα αποτυχημένο project επειδή η βοηθός στο τμήμα παραιτήθηκε και μερικές ώρες ταβανοθεραπείας για τι θα κάνω με το κακό που ανακάλυψα πως έχω, σκέφτηκα πως ίσως μια δεύτερη επίσκεψη στην κυρία ψυχολόγο να ήταν χρήσιμη. Και έτσι κάποια απογεύματα μετά περπάτησα ξανά μέχρι το σπίτι, αφηρημένη, κρατώντας σφιχτά ακόμα την απόδειξη στο χέρι. Για άλλη μια φορά. Απλά τώρα ήμουν και νευριασμένη. Η ψυχολόγος μου είχε πει ”χαλάρωσε. εμπιστεύσου λίγο το σύμπαν”. Μισό, μισό αγαπητή κυρία. 45 λεπτά από την ώρα μου, 60 ευρώ από το πορτοφόλι μου για να μου πεις αυτό που μας είπε ο Κοέλιο πριν μερικά χρόνια;
Έτσι αποφάσισα για άλλη μια φορά μόνη μου για μένα (έτσι και αλλιώς πάντα, όλοι αυτό κάνουμε στο τέλος). Θέλω να μείνω αγαπημένη με τα κουτάκια εξέλ, με τον έλεγχο και τις λίστες μου. Μια χαρά μπορεί να είναι ο Πάολο αλλά εγώ θέλω να ξέρω που θα πάω, τι θα φάω, πόσο θα μείνω, εάν θα μείνω. Θέλω να συνεργάζομαι με τυπικούς ανθρώπους που αγαπούν τα χρονοδιαγράμματα. Κι ας χάνω το μεσημεριανό μου μερικές φορές χάριν της τελειομανίας μου.
Γεωργία – Σύμπαν, μη σημειώνετε σκορ, ο αγώνας συνεχίζεται.