Χρόνια πολλά! Ο απόηχος του ελληνικού Πάσχα, εκτός από επανειλημμένα τελεσίγραφα οικονομικής χρεοκοπίας, κρατάει εικόνες από πληθωρικές οικογενειακές και φιλικές συναντήσεις, θρησκευτικές τελετουργίες λατρευτικού τύπου συνοδευόμενες από εθιμοτυπικούς νεωτερισμούς και μια αίσθηση αναστημένης άνοιξης. Η ελληνική επαρχία κυρίως, αλλά και τα ακριβοθώρητα σημεία των πόλεων (βλέπε τις περιβόητες νεραντζιές στο Σύνταγμα) προσφέρει, τέτοια εποχή, ξεχωριστούς χρωματικούς συνδυασμούς και σπάνια αρώματα και μυρωδιές.
Τώρα είτε λόγω του ήλιου και της βιταμίνης d σε συνδυασμό με το πολύ φως που εξασφαλίζει το μεγάλωμα της μέρας είτε εξαιτίας της πιο ζεστής και φιλόξενης νύχτας, η οπτική αλλάζει και γίνεται πιο αισιόδοξη. Αν εξαιρέσεις τις αλλεργίες για τους παθόντες, η άνοιξη, με κύριο όπλο την ομορφιά της φύσης, ανανεώνει με συνέπεια τη διάθεση και τα στάσιμα λόγω χειμώνα κύτταρα. Το κομμάτι που πιστεύω ότι αντιπροσωπεύει καλύτερα αυτήν την αίσθηση είναι το “What a wonderful world”. Τραγούδι των Bob Thiele και George David Weiss, ερμηνεύτηκε μοναδικά από τον Louis Armstrong και κυκλοφόρησε το 1967. Σε μια εποχή εντόνων πολιτικών αλλά και φυλετικών οξύνσεων στην Αμερική, οι στίχοι προσπαθούν να δώσουν ελπίδα, αισιοδοξία και αρμονία. Αυτά τα στοιχεία μαζί με τη βελούδινη φωνή του Armstrong το κατατάσσουν στα τραγούδια που – κατά την άποψή μου – θα τα ακούς ακόμα στα επόμενα 50 χρόνια.
Κάτι τέτοιο ίσως διευκολύνει η ύπαρξη ιδιαίτερων διασκευών όπως αυτή του Joy Ramone, που κυκλοφόρησε μέσα από το δίσκο “Don’t worry about me”, το 2002, 1 χρόνο μετά το θάνατο του επικεφαλής του ιστορικού punk συγκροτήματος Ramones. Παρά τη δυναμική αλλαγή του μουσικού ύφους, το πνεύμα παραμένει το ίδιο.
Το 1992, ο Nick Cave (σε κάποιο άλλο άρθρο θα μιλήσω για τη συγκεκριμένη αδυναμία) με τον Shane MacGowan επανεκτελούν το “What a wonderful world”. Όχι κάτι το εντυπωσιακό, αλλά ο Cave μπαίνει τιμής ενεκέν.
Πιο επική και σε διαφορετικό κλίμα είναι η προσέγγιση των Joseph William Morgan και Shadow Royale, το 2014, η οποία αν και αποτελεί soundtrack από video game (Dragon Age: Inquisition), είναι αρκετά ενδιαφέρουσα.
Ολοκληρώνοντας, αυτό που μου μένει από το τραγούδι, είναι ότι η έντονη παρουσία της φύσης είναι ικανή να συμπαρασύρει τον άνθρωπο στους ρυθμούς της, να του προσδώσει την αρμονία που του λείπει. Να του υπενθυμίζει ότι ο ίδιος είναι μέρος της, μέρος του συνόλου, μέρος μιας ανθρωπογεωγραφίας παροδικής στο στιγμιότυπο αυτό της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα, φορέας της ατελείωτης συμπαντικής ύλης. Με άλλα λόγια, ενεργοποιεί αυτό που έγραφε ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του “Ασκητική”, τη “μαχόμενη ουσία”, κάτι σαν ακατανίκητη κυτταρική μνήμη.