Με αφορμή την αμετροέπεια που έδειξε ο Θηβαίος με τις δηλώσεις περί παξιμαδιών κτλ και τα αναθέματα προς τους έντεχνους καλλιτέχνες που ακολούθησαν, πάμε να παίξουμε κι εδώ λίγο με τις γενικεύσεις. Λοιπόν, προσωπικά, δεν έχω πάει ποτέ στα μπουζούκια. Οι παρέες μου δεν πολυδιασκεδάζουν έτσι, μια-δυο φορές το απέφυγα, δεν είναι του γούστου μου και το ουίσκι, ε δεν έχω πάει. Κι επειδή είμαι άνθρωπος που προσέχει τον στίχο στα τραγούδια και το μπουζούκι κατά βάση ασχολείται με την καψούρα, κάπου εδώ ξεκινάει το πρόβλημα. Από τη μία, δεν μου ταιριάζει το πανηγυρικό στυλ με το οποίο εκφράζεται ο καημός που περιγράφουν συνήθως τα κομμάτια, και από την άλλη, το σύγχρονο “λαϊκό” τραγούδι εμφορείται από ένα πνεύμα και μια νοοτροπία που αντιπαθώ. Κι αυτό δεν είναι παρά η υπερπροβολή του πληγωμένου εγωισμού στα όρια της μικροπρέπειας και της ερωτικής αναξιοπρέπειας. Η αφήγηση έχει να κάνει με τον πληγωμένο άντρα ή τη γυναίκα που έπεσε θύμα της διαβολικής πονηριάς του άλλου φύλου και ή διαλύεται ή ζητάει εκδίκηση ή πρέπει να δείξει εμφατικά ότι δεν έχει καμία ανάγκη . Αλίευσα στίχους όπως “…όσο δέρμα κι αν πετάξεις, φίδι είσαι δε θ’ αλλάξεις” (Παντελίδης), “ θέλω να πάρω το αίμα μου πίσω, να σε πονέσω πολύ και να κάνω…” (Κιάμος), “αχάριστη κι αλήτισσα, για πες μου τι σου ζήτησα…” (Καρράς).
Ίσως αυτά τα τραγούδια να είναι και λίγο συνώνυμο του χαβαλέ, αλλά δεν παύουν να υπογραμμίζουν και μια σχετική στάση ζωής. Οι στίχοι μου θυμίζουν αντίστοιχες φωτογραφίες που συναντάς συχνά στα κοινωνικά δίκτυα, με αφιερώσεις σε τόνο αλαζονείας, εκδικητικότητας ή αυτοθυματοποίησης.
Υπάρχει όμως ανωτερότητα και μεγαλοψυχία πάνω στον καημό του έρωτα, του χωρισμού, στα βαθιά της καψούρας; Μάλλον υπάρχει αφού έχουν γραφτεί στίχοι όπως αυτός: “Τώρα γυρνά παντού και με δικάζει / λέει πως ήμουν ένοχος εγώ / πες ό,τι θες καρδιά μου δεν πειράζει / ακόμα μια φορά σε συγχωρώ”. Πρόκειται για το “Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα” σε μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου και στίχους του εκφραστικότατου Λευτέρη Παπαδόπουλου, ο οποίος έχει γράψει ορισμένα από τα πιο συναισθηματικά κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας. Φυσικά, η αυθεντική βαριά και λαϊκή ερμηνεία ανήκει στον μεγάλο Στράτο Διονυσίου. Ήταν το 1ο τραγούδι του δίσκου του Διονυσίου “Σαλονικιός”, από το 1985 και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του.
Μία από τις λίγες διασκευές του κομματιού είναι αυτή που κυκλοφόρησαν οι Πυξ-Λαξ το 1999 μέσα από το 2ο cd του “Υπάρχουν χρυσόψαρα εδώ”. Ερμηνεύεται από τον ιδιοφυή Μάνο Ξυδούς σε μια εναλλακτική ενορχήστρωση και κλείνει με ένα τρίλεπτο σόλο. Δεν είναι υποχρεωτικό ότι θα σου αρέσει, αλλά είναι κάτι το διαφορετικό. Ακόμα πιο εναλλακτική είναι η οπτική του πολυσυλλεκτικού σχήματος Ηis Majesty the King of Spain, από το 2012. Το group με τις funk, blues και gospel επιρροές πειραματίζεται και το αποτέλεσμα είναι ένα surf remix με τίτλο “She killed me cause I loved her”. Τέλος, επιστρέφοντας στο αρχικό θέμα, είναι γεγονός ότι το λαϊκό τραγούδι διαχρονικά υπογράφει τις σελίδες της συλλογικής μνήμης, κυρίως με φόντο τον έρωτα και τις πίκρες του. Θα ήθελα εκεί μέσα να βρίσκαμε τον Καλδάρα να δημιουργεί το “Καλή τύχη” (“Δε σε κρίνω που δε μ’ αγαπάς / η καρδιά είναι δικιά σου / εγώ φεύγω απ’ τα όνειρά σου και καλή τύχη όπου κι αν πας”), το Μητροπάνο να τραγουδάει το “Αλίμονο” (“Αλίμονο σε αυτούς που δεν αγάπησαν..”), τον Αλκαίο να γράφει για το “Νησί των πειρατών” (“…κι αν σου πουν πως μ’ είδαν τύφλα, πες τους το ‘κανα για σένα), την Μπέλλου να τραγουδάει “Αλήτη μ’ είπες μα εγώ / χωρίς να σε μισήσω / γελώ ακόμα κι ας πονώ / για να μη σε λυπήσω..” και μετά από χρόνια, τη Βελεσιώτου στις “Μέλισσες” (“Θυμάρι ρίχνω στις φωτιές / με τυραννούν οι ομορφιές / οι ομορφιές οι φόνισσες/ κι εσύ που με λησμόνησες”…)Γιατί υπάρχει και η σοφία που πηγάζει μέσα από τον πόνο και η αξιοπρέπεια του να μην προδίδεις το αίσθημά σου.