Σύμφωνα με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (Diagnostic Statistic Manual, DSM-V) η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή (Obsessive Compulsive Disorder, OCD), ανήκει στην ευρύτερη κατηγορία των διαταραχών άγχους. Χαρακτηριστικό της είναι οι επίμονες και εκτός ελέγχου σκέψεις – που ονομάζονται ψυχαναγκασμοί – ή/και η επιτακτική ανάγκη εκτέλεσης συγκεκριμένων πράξεων – γνωστοί και ως καταναγκασμοί.
Οι ψυχαναγκασμοί αφορούν σε παρεισφρητικές σκέψεις, εικόνες ή ορμές τις οποίες το άτομο δυσκολεύεται αρκετά να ελέγξει. Καταναγκασμοί από την άλλη ονομάζονται οι επαναλαμβανόμενες και υπερβολικές πράξεις τις οποίες το άτομο είναι “αναγκασμένο” να τελέσει προκειμένου να μειώσει το άγχος που θα έφερνε η μη πραγματοποίησή τους. Η συγκεκριμένη διαταραχή προκαλεί έντονη δυσφορία και ψυχικό πόνο στον πάσχοντα, σημαντική έκπτωση της καθημερινής λειτουργικότητάς του, μείωση των διαπροσωπικών, επαγγελματικών του ικανοτήτων, προβλήματα στην πρόσληψη τροφής και τον ύπνο.
Οι συνηθέστεροι ψυχαναγκασμοί αφορούν στο επαναλαμβανόμενο πλύσιμο των χεριών, καθαρισμό του σώματος ή απολύμανση επιφανειών, ως απάντηση σε ιδεοληψίες μόλυνσης. Στον συνεχόμενο έλεγχο λόγω ιδεοληψιών αμφιβολίας. Η τακτοποίηση και οργάνωση πραγμάτων με ιδιαίτερα συγκεκριμένο τρόπο ως ιδεοληψία συμμετρίας. Αρκετά συχνά εμφανίζονται και ψυχαναγκασμοί όπως η επανάληψη προσευχών, λέξεων, φράσεων, συμπεριφορές όπως αυστηρά καθορισμένος τρόπος περπατήματος, ή κοίταγμα αντικειμένων για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Άξια αναφοράς είναι έρευνα που εκτελέστηκε από τους Stern & Cobb το 1978, σύμφωνα με την οποία το 78% των ατόμων που εκτελούσαν καταναγκασμούς, παρόλο που δεν μπορούσαν να τους ελέγξουν, τους αντιλαμβάνονταν ως “μάλλον παράλογους”. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό ατόμων που έχει “πειστεί” για την αποτελεσματικότητά τους και για το λόγο αυτό, εμμένει στην τέλεσή τους. Η ΙΨΔ αφορά στο 1-2% του γενικού πληθυσμού, με ίση αναλογία σε άνδρες και γυναίκες.
Είναι προφανές πως σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης το άγχος ατόμων που πάσχουν από ΙΨΔ, και όχι μόνο αυτών, αυξάνεται κατακόρυφα.
Όμως με ποιο τρόπο τα νέα επιδημιολογικά δεδομένα έχουν επηρεάσει τη ψυχική υγεία αυτών των ανθρώπων;
Αυτό το γενικευμένο πλαίσιο μαζικής υστερίας και αμφιβολίας, όπου πολίτες όλων των χωρών ανά τον κόσμο συρρέουν στα super markets προκειμένου να προμηθευτούν τα αναγκαία τρόφιμα μηνών και η αύξηση του άγχους για την πορεία του ιού τον τελευταίο καιρό, λειτουργούν ως τροφή για τους υπάρχοντες φόβους μόλυνσης και αυξάνουν τις καταναγκαστικές πράξεις των ατόμων με OCD. Ο νέος κορωνοϊός μπορεί να γίνει η μοναδική τους έγνοια και κάθε πτυχή της ζωής τους δύναται να τον έχει ως επίκεντρο. Δυστυχώς δεν είναι λίγοι οι ασθενείς με OCD που το τελευταίο διάστημα ανέφεραν στους ψυχιάτρους ή ψυχολόγους τους, αύξηση των υπαρχόντων καταναγκασμών αλλά ακόμη και εμφάνιση νέων. Ωστόσο μερικοί υποστήριξαν πως η διαταραχή τους μοιάζει να είναι πιο “αποδεκτή” από το κοινωνικό σύνολο, αφού όλο και “περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να τους μοιάζουν” αναφερόμενοι βέβαια στους νέους κανόνες υγιεινής και τα μέτρα προστασίας που πρέπει να λαμβάνονται.
Με βάση το πρόσφατο άρθρο του Dr Debanjan Banerjee (Department of Psychiatry, National Institute of Mental Health and Neurosciences, Bengaluru, India), κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες οι οποίοι μπορεί να συνδράμουν στην υποτροπή των υπαρχόντων συμπτωμάτων της ΙΨΔ. Πιο αναλυτικά, η σημασία που δίνεται στο πλύσιμο των χεριών, το ελάχιστο χρονικό διάστημα εκτέλεσής του. Επίσης η ανάγκη να διατηρούνται καθαρός κάθε φορά που κάποιος επιστρέφει απ’ έξω, οι πληροφορίες που θέλουν τον ιό να είναι ενεργός σε άψυχες επιφάνειες για αρκετό καιρό και η τάση για συνεχή αγορά και αποθήκευση χειρουργικών μασκών, γαντιών, απολυμαντικών και φαρμάκων είναι οι σημαντικότεροι. Γενικότερα, σε κάθε περίπτωση υγειονομικής κρίσης όπου ως μέσο προστασίας ορίζεται η επανάληψη συγκεκριμένων συμπεριφορών (όπως το πλύσιμο των χεριών) ο κίνδυνος εμφάνισης αγχωδών διαταραχών αυξάνεται. Αυτό μοιάζει λογικό αν αναλογιστεί κανείς πως τα άτομα αυτά λειτουργούσαν έτσι πριν την εμφάνιση μιας πανδημίας. Ενώ τώρα οι συμπεριφορές αυτές κρίνονται από την ιατρική κοινότητα άκρως απαραίτητες και ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην αποφυγή της μόλυνσης.
Ενδιαφέρον λοιπόν παρουσιάζει ο αντίκτυπος του νέου κορωνοϊού στα άτομα που είχαν ήδη διαγνωστεί με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
Οι συνήθεις φόβοι έχουν να κάνουν με μια ενδεχόμενη μόλυνση από τον ιό HIV (Human Immunodeficiency Virus – Ιός Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας), τον ιό του έρπητα και άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, τη φυματίωση ή ανθεκτική σε αντιβιοτικά λοίμωξη. Με την εμφάνιση της πανδημίας παρατηρήθηκε ανά περιπτώσεις αλλαγή του επίκεντρου της ανησυχίας των ασθενών το οποίο τώρα αφορά στο ενδεχόμενο μόλυνσης από την Covid-19, το συνακόλουθο στίγμα, καθώς και το φόβο μετάδοσης σε άλλους. Συγκεκριμένα αυτή η ανησυχία δύναται να οδηγήσει σε περαιτέρω απομόνωση του ατόμου, σημαντική μείωση των κοινωνικών συναναστροφών, οι οποίες θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ιδιαιτέρως βοηθητικά, ακραίες συμπεριφορές και ραγδαία επιδείνωση του άγχους. Στο τελευταίο συνδράμει αρκετά η άποψη πολλών ειδικών ότι η πανδημία του κορωνοϊού μπορεί να διαρκέσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πράγμα που λειτουργεί ως τροφή για τους υπάρχοντες φόβους.
Απ’ την άλλη ίσως η νέα πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανόηση του πως είναι να ζει κανείς με OCD. Σύμφωνα με τα λεγόμενα πάσχοντα “το να βλέπεις ένα τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων να αγοράζει εμμονικά καθαριστικά και να προσπαθεί να προστατευτεί από τον ιό σε κάνει να νιώθεις λιγότερο διαφορετικός. Ίσως έτσι μπορέσουν να καταλάβουν πόσο ψυχοφθόρο είναι να ζεις συνεχόμενα με αυτό το φόβο και όλη σου η ζωή να επικεντρώνεται γύρω από αυτό”.
Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να γίνει μια σημαντική σημείωση
Επειδή η νέα πραγματικότητα φέρνει μαζί της και νέα δεδομένα, είναι φρόνιμο η διάγνωση της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής να δίνεται από ψυχολόγους και ψυχιάτρους. Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα και αυστηρά κριτήρια που πρέπει να πληρούνται. Επίσης, επιπλέον παράγοντες που πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη, διάκριση από άλλες συναφείς διαταραχές άγχους και λεπτομερής λήψη ιστορικού. Από τους ειδικούς ψυχικής υγείας απαιτείται υψηλή διορατικότητα και παρακολούθηση του εκάστοτε περιστατικού καθώς η ψυχική διαταραχή είναι ένα πολύ λεπτό και ευαίσθητο θέμα.
Πηγές:
www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC7152877/ www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC7151248/ www.scielo.br/scielo.php
Kring, A., Davison, G., Neale, J., Johnson. (2010). Ψυχοπαθολογία. Αθήνα: Gutenberg.