-Δεν με θες πια;
-Δεν χωράς πια.
Δεν χωράς εκεί που είμαι εγώ.
Στην άκρη του κρεβατιού που είναι άδεια.
Στο σνουζ που πατάω δέκα φορές μέχρι να καταφέρω να σηκωθώ.
Στον αγχωμένο καφέ και στο μισοτελειωμένο τσιγάρο που καπνίζω μισό και σβήνω άτσαλα στο τασάκι για να μην αργήσω.
Στις βρισιές που βγαίνουν από το στόμα μου όταν πάω να ανοίξω το αμάξι και μου πέφτουν τα κλειδιά κάτω.
Στα τραγούδια που ακούω όταν έχει κίνηση αλλάζοντας σταθμούς πριν τελειώσουν.
Στα γκράφιτι που βγάζω φωτογραφία επειδή χαίρομαι που κάποιος κάποια στιγμή σκέφτηκε ό,τι κι εγώ.
Στα προβλήματα που έχω στην δουλειά και με κάνουν να αναρωτιέμαι αν μπορώ να τα καταφέρω.
Σε αυτά που καταφέρνω στην δουλειά και με κάνουν να αναρωτιέμαι αν τελικά μπορώ να τα καταφέρω.
Στο καρότσι του σούπερ μάρκετ που θα γεμίσω μόνο με όσα θέλω εγώ.
Στο ποτηράκι με τις οδοντόβουρτσες που θα αλλάξω στο μπάνιο.
Στο φαγητό που θα μαγειρέψω και δεν θα μου αρέσει.
Στο “χαλαρό ποτό” που θα βγω να πιω ένα βράδυ και τελικά θα γυρίσω το επόμενο πρωί.
Στο ευχάριστο νέο που δεν θα σου πω για να χαρείς.
Στο δυσάρεστο νέο που δεν θα σου πω για να το μοιραστώ.
Στον άπλετο χωροχρόνο της αϋπνίας.
Στην ταινία που θα δω και θα την αφήσω στην μέση επειδή θα με πάρει ο ύπνος στον καναπέ.
Στο βιβλίο που θα διαβάσω και θα το αφήσω στην μέση και αυτό.
Δεν χωράς πια.
Γιατί όλα αυτά τα άφησες στην μέση.
Με άφησες στην μέση.
Μας άφησες στην μέση.
Δεν χωράς πια.
Γιατί ήθελες να συμπληρώνεις τα κενά, τα δικά σου, χωρίς να θέλεις ποτέ να χωρέσεις στα γεμάτα. Τα δικά μου, τα δικά μας.
Δεν χωράς πια.
Όσο κι αν κάποτε έκανα χώρο για να χωρέσεις. Ίσως γιατί καμιά φορά ο χώρος, ο χρόνος, η ζωή να γεμίζουν από το κενό.
Τελικά.