Τους “ανθρώπους δεκανίκια” τους ξέρεις. Τους έχεις δει, ίσως τους έχεις χρησιμοποιήσει κι εσύ. Ίσως πάλι να έχεις υπάρξει κι εσύ “άνθρωπος δεκανίκι” ή να είσαι ακόμα και τώρα που μιλάμε “άνθρωπος δεκανίκι”.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που στέκονται όρθιοι, ακουμπισμένοι, τοποθετημένοι σε έναν τοίχο και περιμένουν να χρησιμοποιηθούν, να βοηθήσουν, να στηρίξουν, να βοηθήσουν κάποιον άλλο να σταθεί, να περπατήσει.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που κάποιοι άλλοι άνθρωποι θα τους αναζητήσουν όταν δεν θα μπορούν να σταθούν, να περπατήσουν. Θα γίνουν στήριγμα αυτών των ανθρώπων και θα τους βοηθήσουν να σταθούν, να περπατήσουν.
Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που θα είναι εκεί όταν κάποιος άλλος δεν μπορεί, έχει κάποιο πρόβλημα, κάποια αδυναμία. Θα ακούσουν, θα σταθούν, θα βρούνε λύση, πολλές φορές θα κάνουν δικό τους το πρόβλημα του άλλου και θα γίνουν το “δεκανίκι” για να σταθεί όρθιος ο άλλος.
Και ύστερα, μόλις σταθεί ο άλλος, μόλις προχωρήσει, θα τοποθετηθούν πάλι στον τοίχο περιμένοντας την επόμενη φορά που θα τους χρειαστούν.
Θα μπορούσε να μην είναι κακό να είναι κάποιος “άνθρωπος δεκανίκι”.
Αν υπήρχαν κι άλλοι που θα γινόντουσαν “δεκανίκια” για αυτούς και αν η παρουσία τους στην ζωή των άλλων ήταν κάτι παραπάνω από βοηθητική και αναγκαία μόνο σε περίπτωση ανάγκης.
Γιατί οι “άνθρωποι δεκανίκια” συνήθως δεν βρίσκουν κι εκείνοι ανθρώπους δεκανίκια όταν τους χρειάζονται. Ίσως γιατί οι “άνθρωποι δεκανίκια” δεν χρειάζονται “ανθρώπους δεκανίκια”‘που θα τους βοηθήσουν να σταθούν και να κάνουν μερικά βήματα, αλλά χρειάζονται ανθρώπους συνοδοιπόρους για να περπατήσουν αρκετά βήματα στον δρόμο αυτόν που λέγεται ζωή. Βήματα αργά, βήματα γρήγορα, βήματα σταθερά ή ασταθή, βήματα πολλά, βήματα κοινά. Για όσο θέλουν και μπορούν να περπατάνε μαζί. Να είναι συνοδοιπόροι.