– Γιατί ήρθες; – Γιατί μου το ζήτησες. – Ναι, εγώ στο ζήτησα. Εσύ όμως γιατί ήρθες; – Γιατί μου αρέσει όταν έρχομαι. – Και εμένα μου αρέσει όταν έρχεσαι. Δεν άκουσες όμως ποτέ αυτό το “αλλά δεν μου αρέσει όταν φεύγω” που ψιθύρισα ενώ εσύ παραμέριζες στην πόρτα που στεκόσουνα για να περάσω σπίτι σου. Δεν άκουσες όμως ποτέ αυτό το “δεν θέλω να φύγω” που εννοούσα πίσω από κάθε “γεια” που σου έλεγα όταν σε παραμέριζα στην πόρτα που στεκόσουνα για να φύγω από το σπίτι σου. Δεν άκουσες όμως ποτέ αυτό το “δεν είναι δίκαιο να παίζουμε αυτό το παιχνίδι όποτε θες εσύ και με τους όρους που εσύ έβαλες”, που με έπνιγε. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως κουράστηκα να περιμένω μεθυσμένα μηνύματα και μεθυσμένες προσκλήσεις σου για να βρεθούμε, κι ας ανταποκρινόμουνα πάντα στις προσκλήσεις αυτές. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως λυπόμουνα τον εαυτό μου ξέροντας πως δεν μου αξίζει να “παρακαλάω” σιωπηλά σε έναν άγνωστο θεό για κάτι πιο νηφάλιο, πιο συνειδητοποιημένο, πιο βαθύ, πιο μεγάλο σε διάρκεια από εσένα. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως όσο καιρό με ξέχναγες εγώ παρακάλαγα τον ίδιο άγνωστο θεό να με θυμηθείς, να με θες, να σου λείπω. Κι ας ήξερα πως δεν μου αξίζει να “παρακαλάω” και να εύχομαι να με θυμηθείς, να με θες και να σου λείπω. Να με σκέφτεσαι και να με νοιάζεσαι. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως ήθελα κάτι παραπάνω από μερικές ώρες της μέρας ή της νύχτας και ώρες μαζί σου αντί για στιγμές. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως θα ήθελα συζητήσεις ολοκληρωμένες αντί για μισόλογα. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως θα ήθελα να σου πω τι θέλω, τι φοβάμαι, τι σκέφτομαι. Και πως θα ήθελα να μάθω την ζωή σου, τους φόβους σου, ποιος είσαι, τι είσαι. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως ήθελα το ολόκληρο από εσένα, από εμένα, από εμάς, και όχι το μισό που ζήσαμε. Ίσως γιατί σου έδειχνα πως κι εγώ το μισό θέλω, το μισό μπορώ και αντέχω. Δεν άκουσες όμως ποτέ πως κάθε φορά που σου έλεγα “φεύγω” παρακάλαγα να μου πεις “μείνε”. Δεν άκουσες τίποτα γιατί ποτέ δεν στα είπα. Τα κράταγα μέσα μου πνίγοντας τα από φόβο μην χάσω αυτό το λίγο, αυτό το μισό, αυτό το ελάχιστο από όσα θα ήθελα από εσένα. Από εμένα. Απο εμάς. Πίσω από τον φόβο, προφανώς και των δυο μας να μην χάσουμε, να μην ρισκάρουμε, να μην ξεβολευτούμε, να μην αποκαλυφθούμε δεν άκουσες ποτέ αυτό το “τελειώσαμε” που είπα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Ίσως να μην το άκουσες γιατί ποτέ δεν άκουσα αυτό το “αρχίζουμε”. Και από εσένα. Και από εμένα. Μέρες, νύχτες, καταστάσεις, αισθήματα μισά. Πώς να μπορούσαμε ποτέ να νιώσουμε και να γίνουμε ολόκληροι; Δεν θα το ακούσουμε ποτέ.