Τα “ιατρεία πόνου” δεν τα ήξερα.
Χρειάστηκε να τα μάθω όταν έμαθα την “αθροιστική κεφαλαλγία”.
Ούτε αυτή την ήξερα.
Αλλά την έμαθα.
Όταν η λέξη “πόνος” δεν ήταν αρκετή για να περιγράψει αυτό που ένιωθα μερικούς μήνες τον χρόνο. Όταν οι λέξεις “πόνος”, “ημικρανία”, “πονοκέφαλος”, δεν ήταν αρκετές για να περιγράψουν αυτό το κάψιμο που ξεκινούσε πίσω από το μάτι, εξαπλωνόταν σε όλη την αριστερή πλευρά του κεφαλιού κάνοντας το μάτι να δακρύζει, το βλέφαρο να πέφτει, την μύτη να τρέχει, το σάλιο να έχει μια γεύση και μια πυκνότητα που δεν είχα ξαναγευτεί. Όταν η λέξη “μούδιασμα” δεν έφτανε να περιγράψει αυτό που ένιωθα στο μισό μου κεφάλι που ήθελα να το ξεριζώσω και να το πετάξω στον τοίχο. Όταν η λέξη “εμετός” δεν έφτανε για να περιγράψει τις ρουκέτες σωθικών που έβγαιναν από μέσα μου όταν ξεκινούσε αυτός ο “διάολος” Όταν η λέκη “φόβος” δεν ήταν αρκετή για να περιγράψει την αγωνία μου, την ανησυχία μου, τον φόβο πότε θα με πιάσει αυτός ο “διάολος”. Αν θα με πιάσει στο σπίτι μου ή στην δουλειά μου. Αν θα με πιάσει στο κρεβάτι μου ή στο αυτοκίνητο μου. Αν θα με πιάσει στον καναπέ μου ή στο σινεμά. Αν θα με πιάσει στον ύπνο μου ή αν θα με πιάσει σε κάποια έξοδο. Όταν η πρόταση “δεν καταλαβαίνετε, αφήστε με” δεν ήταν αρκετή για να περιγράψει σε όλους όσους προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν λέγοντας “δεν είναι τίποτα, θα περάσει”. Όταν η απομόνωση στους τέσσερις τοίχους συνοδευόταν με την αγωνία “πότε θα ξανάρθει ο “διάολος”.
Η ζωή με τον Βαγγέλη
“Αθροιστική κεφαλαλγία”, ήταν η διάγνωση. Και την έμαθα. Μετά από πολλές επισκέψεις σε γιατρούς που μου έλεγαν “δεν έχει σημασία πώς θα το πούμε αυτό που έχεις, είναι μορφή κεφαλαλγίας, μπορεί να είναι νευραλγία τριδύμου, μπορεί ημικρανία, μπορεί αθροιστική κεφαλαλγία, αλλά σημασία δεν έχει το όνομα, σημασία έχει πώς μπορείς να θεραπευτείς από αυτό. Ησύχασε, δεν θα πεθάνεις από αυτό”.
“Να το πούμε Βαγγέλη ξέρω γω αυτό που έχω; Ας το πούμε Βαγγέλη. Δεν με νοιάζει. Να σταματήσει θέλω, να σταματήσω να υποφέρω. Δεν θα πεθάνω από αυτό εντάξει, αλλά το ότι δεν θα πεθάνω από αυτό δεν σημαίνει πως δεν αξίζει προσοχή, πως δεν αξίζω εγώ να ξέρω τι έχω και πώς θα περάσει”, τους απαντούσα.
“Δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που προκαλεί αυτού του είδους τις κεφαλαλγίες, ούτε συγκεκριμένη θεραπεία, ξεκινάμε αυτή την αγωγή και βλέπουμε αν θα έχει αποτέλεσμα. Πάρε αυτά τα φάρμακα, κράτα ημερολόγιο πόνου, κάθε πότε δηλαδή πονάς, τι ώρα, τι συνέβη εκείνη την ημέρα και βλέπουμε. Ηρέμησε, μην είσαι υπερβολική, δεν θα πεθάνεις από αυτό”, μου απαντούσαν εκείνοι.
Κι εγώ λοιπόν για ενάμιση με δύο μήνες τον χρόνο, κρατούσα ημερολόγιο πόνου και πηγαινοέφερνα τον “Βαγγέλη” σε γιατρούς, στην καθημερινότητα μου, στην ζωή μου. Έπρεπε “να μην είμαι υπερβολική”, δεν θα πέθαινα από αυτό άλλωστε.
Αυτή ήταν η ζωή μου με τον “Βαγγέλη”. Για ενάμιση με δύο μήνες με επισκεπτόταν καθημερινά σχεδόν, και ξαφνικά σταματούσε. Τα παυσίπονα και τα φάρμακα που μου έδιναν δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα, όπως άλλωστε ούτε και η υπομονή μου. Πόνοι φρικτοί, σωματική και ψυχική κούραση, νεύρα με και χωρίς λόγο, αϋπνίες και κούραση, κούραση, κούραση. Και πόνος. Χωρίς να ξέρω το γιατί. Χωρίς να ξέρω γιατί πονάω. Και πώς θα σταματήσω να πονάω. “Τι έχεις?”, με ρωτούσαν. “Ή ιγμόριο, ή ημικρανία, ή πονοκέφαλο, ή αθροιστική κεφαλαγία, ή νευραλγία τριδύμου ή Βαγγέλη”, τους απαντούσα.
Κάποια στιγμή ο Βαγγέλης εξαφανιζόταν. Έτσι απότομα όπως εμφανιζόταν. Η τελευταία φορά που εμφανίστηκε ήταν πριν ενάμιση χρόνο. Και σταμάτησε όταν έκανα επέμβαση για το ιγμόρειο. Εγώ και οι 5 γιατροί που τους πηγαινοέφερνα το ημερολόγιο πόνου για να παρακολουθούν τον “Βαγγέλη”, θεωρήσαμε πως το ιγμόρειο προκαλούσε αυτούς τους πόνους.
Και ξαναήρθε
Φυσικά, κανείς από αυτούς τους γιατρούς δεν πήρε Νόμπελ ιατρικής και ούτε θα πάρει γιατί ενάμιση χρόνο μετά ο “Βαγγέλης” ξαναήρθε. Βράδυ. Με αυτό το κάψιμο στο μάτι που έκανε το μάτι να δακρύζει, το βλέφαρο να πέφτει και απλωνόταν στην μυτη κάνοντας το ένα ρουθούνι να τρέχει, πηγαίνοντας στο αυτί και στο πίσω μέρος του κρανίου καίγοντας τα και κατέληγε ως την γνάθο καίγοντας την και αυτήν. Για τριανταπέντε λεπτά ο “Βαγγέλης” ήταν εκεί να με πονάει, να νιώθω ότι με καίει, να μου προκαλεί εμετούς, να μην με αφήνει να κοιμάμαι, να μην με αφήνει να ζω χωρίς φόβο, χωρίς κούραση, χωρίς νεύρα, χωρίς απροθυμία να βγω από το σπίτι μου. Χωρίς πόνο. Κάθε βράδυ την ίδια ώρα-λες και έβαζε ξυπνητήρι-ο “Βαγγέλης” ήταν εκεί.
Πήρα το ημερολόγιο πόνου που κράτησα για πέντε μέρες πήρα και τον “Βαγγέλη” από το χέρι και πήγαμε στον γιατρό.
-Τι έχετε;με ρώτησε.
-Βαγγέλη, του απάντησα.
Του εξήγησα τι είχα. Και πώς όλοι οι προηγούμενοι γιατροί μου είχαν πει πως δεν έχει σημασία πώς το λένε. Μου εξήγησε πως έχει μεγάλη σημασία να ξέρουμε πώς το λένε για να ξέρουμε πώς θα το θεραπεύσουμε. Μου είπε πως το λένε “αθροιστική κεφαλαλγία”, μου έγραψε φαρμακευτική αγωγή και μου συνέστησε να επισκεφθώ και ένα ιατρείο πόνου και ηρεμία. “Ηρεμία και υπομονή. Σίγουρα δεν θα πεθάνεις από αυτό αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα πρέπει να κάνουμε σαν να μην υπάρχει ο “Βαγγέλης”. Κάθε “Βαγγέλη” που κουβαλάει ο καθένας μας αξίζει προσοχή, ενδιαφέρον, φροντίδα μέχρι να φύγει.”
Και κάπως έτσι, με τα λόγια αυτά του γιατρού πήρα τα φάρμακα που μου έγραψε και τον “Βαγγέλη” από το χέρι και πήγαμε στο ιατρείο πόνου Για να τον πεθάνω εγώ.
“Ιατρείο πόνου”, έγραφε έξω από την πόρτα.
“Ιατρείο πόνου”, σκέφτηκα και μονολογούσα. “Ιατρείο πόνου”.
Πόσο ιδιαίτερος είναι ο πόνος για να έχει δικό του ανεξάρτητο ιατρείο;
Πόσο μοναδικός ανεξάρτητα από το τι τον προκαλεί;
Πόσο ανάγκη έχουμε από κάποιον να μας γιατρέψει τον πόνο;
Τον πόνο που είναι σύμπτωμα. Όχι αιτία. Που είναι αποτέλεσμα.
Πόσο απαραίτητο είναι να θεραπεύσουμε τον πόνο ανεξάρτητα από αυτό που μας προκαλεί τον πόνο.
Γιατρεύουμε τον πυρετό, την γρίπη, την ίωση, την δηλητηρίαση, τα διαστρέμματα, τον καρκίνο, τις αρρώστιες, τις παθήσεις. Αρρώστιες που μπορεί να μας πεθάνουν.
Αλλά τον πόνο;
Σκεφτόμαστε να θεραπεύσουμε τον πόνο;
Τον πόνο που μας προκαλούν.
Αρρώστιες.
Άρρωστες καταστάσεις.
Άρρωστοι άνθρωποι.
Άρρωστοι εαυτοί.
Άρρωστες στιγμές.
Άρρωστες ζωές.
Τον πόνο που προκύπτει.
Που μας προκαλούν.
Που μας προκαλούμε.
Τον πόνο που “αθροίζεται”.
Κι ας μην μας σκοτώνει.
Κι ας μην πεθαίνουμε από αυτόν.
Τον πόνο που “αθροίζεται” και μας παραλύει, μας φοβίζει, μας ακινητοποιεί και μας κλειδώνει στους τέσσερις τοίχους.
Τον πόνο που κάνει τα μάτια μας να δακρύζουν.
Τον πόνο που πολλοί δεν καταλαβαίνουν.
Και δεν τον ακούνε.
Και όταν τον βλέπουν λένε “έλα μωρέ δεν είναι τίποτα”.
Και δεν του δίνουν όνομα.
Μάθαμε να θέλουμε να θεραπεύσουμε ό,τι μπορεί να μας σκοτώσει αλλά δεν μάθαμε να σκοτώνουμε αυτό που μπορούμε να θεραπεύσουμε.
Μάθαμε να πονάμε και να λέμε “υπομονή, θα περάσει”.
Μάθαμε να κάνουμε υπομονή στον πόνο χωρίς να έχουμε μάθει πως ο πόνος αθροίζεται και πως μπορεί να εξαφανιστεί αλλά θα ξανάρθεί γιατί δεν τον αντιμετωπίσαμε αρκετά, δυνατά, κατάματα.
Γιατί προτιμήσαμε να περιμένουμε να περάσει μόνος του, ξαφνικά και δεν τον βάλαμε σε ένα δωμάτειο, σε ένα “ιατρείο” να του δώσουμε ένα όνομα, μια αιτία, μια θεραπεία.
Μάθαμε να ζούμε με τον πόνο.
Στα μικρά, στα μεγάλα, στα ανεκτά, στα ανυπόφορα, λέγοντας “θα περάσει”.
Μάθαμε να μην τον κοιτάμε κατάματα.
Παραβλέποντας το γεγονός πως ο πόνος θα βάλει ξυπνητήρι και θα έρθει να μας βρει. Πάλι. Ξανά. Μετά από ένα χρόνο, μετά από πέντε χρόνια.
Θα έρθει να μας ξυπνήσει ζητώντας να του βρούμε ένα όνομα και να τον σκοτώσουμε.
Όπως συμβαίνει και με τους δαίμονες.
Που πρέπει να πεις το όνομα τους για να πεθάνουν.
Μάθαμε να ζούμε με τον πόνο.
Και να τον καλύπτουμε.
Προσωρινά.
Μέχρι να μας πονέσει ο ίδιος πόνος, ή κάποιος άλλος.
Μάθαμε να αθροίζουμε όσα μπορούμε να πιάσουμε και να μετρήσουμε.
Αλλά δεν μάθαμε πως ακόμα και όσα δεν μπορούμε να πιάσουμε και να μετρήσουμε αθροίζονται μέσα μας μέχρι που δεν χωράνε και θέλουν να βγουν έξω.
“Ιατρείο πόνου”.
Χτύπησα την πόρτα.
-Περάστε.
-Καλησπέρα.
-Καλησπέρα, καθίστε. Τι έχετε;
-Δεν έχω.
-Τι δεν έχετε;
-Δεν έχω χρόνο για άλλο πόνο.
σημείωση της photo editor: Στην αρχή ήθελα να βάλω αυτή τη φωτογραφία αλλά μετά αποφάσισα πως η Ισμήνη είναι στην πρώτη φωτογραφία που βλέπεις, στην αρχή του κειμένου. Και στέλνει το ίδιο μήνυμα στον πόνο.
Αν δεν το νιώσει κάποιος, δεν καταλαβαίνει…! Η ομοιοπαθητική εμενα με βοήθησε και ευτυχως ο “Βαγγέλης” έχει να με επισκεφθεί πάνω από 3 χρόνια