Είχε πει σε μια συνέντευξή του πως «Τα ρόδα δεν έχουν φύλο, όπως και να τα αποκαλέσεις είναι το ίδιο όμορφα». Είχε πολύ δίκιο. Άσχημη είναι μονάχα η κοινωνία.
Αυτή που δεν τον αποδέχθηκε ποτέ, τον περιθωριοποίησε, τον χλεύασε, τον έκλεισε στο ψυχιατρείο, τον χτύπησε με ένα όχημα και τον εγκατέλειψε νεκρό στην άσφαλτο. Μήνες μετά έγινε η ταυτοποίησή του ενώ παρέμενε αζήτητο πτώμα σ’ ένα ψυγείο νεκροτομείου.
Ο Δημήτρης γεννήθηκε στην Συκαμνιά Λέσβου, ένα παραθαλάσσιο ψαροχώρι με 100 μόνιμους κατοίκους το οποίο αποτελεί μέρος αποβίβασης των μεταναστών που επιχειρούν με φουσκωτά να φθάσουν στην Ελλάδα από τα παράλια της Τουρκίας. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά της πιο φτωχής οικογένειας του χωριού. Οι γονείς του ήταν αγράμματοι. Μετά βίας νοίκιαζαν για να στεγάσουν την οικογένειά τους.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Από μικρό ήταν ένα διαφορετικό, ήσυχο παιδί
Οι γονείς του σε παιδική ηλικία τον έστειλαν σε ένα συγγενικό τους πρόσωπο στην Πτολεμαΐδα για να τελειώσει το σχολείο. Επέστρεψε στο χωριό του και στα 16 του συνειδητοποίησε πως ένιωθε γυναίκα. Όταν το είπε στους γονείς του το πήγαν σε ψυχίατρους και με φαρμακευτική αγωγή προσπάθησαν να τον ξανακάνουν άντρα. Του έριχναν τα χάπια μέσα στο φαγητό, κάτι που κατάλαβε και έβαζε πλέον μόνος του τα γεύματά του.
Τα χρόνια περνούσαν στη Σκάλα Συκαμνιάς και δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Η ψυχή του ήταν αγνή, παιδική γεμάτη αγάπη και γεμάτη συγχώρεση για όλους και όσα του είχαν κάνει. Το μόνο που έκανε ήταν μεγάλοι περίπατοι στο νησί και μπάνια σε απομακρυσμένες παραλίες. Χωρίς φίλους, χωρίς σύντροφο, χωρίς να τον έχει καλέσει κανείς στο σπίτι του για να ανταλλάξουν μια κουβέντα. Ο μόνος που τον προσέγγισε σεξουαλικά ήταν ένας «αγριοτσόμπανος» όπως τον χαρακτήρισε ο ίδιος, που τον βρήκε σε μια ακρογυαλιά που έκανε γυμνισμό και έκανε μαζί του σεξ τρεις φορές. Όμως της Δήμητρας δεν της άρεσε αυτό. Έψαχνε μια αγάπη παντοτινή και μεγάλη όπως «αυτή που ζούσε ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο πριν από το προπατορικό αμάρτημα». Πίστευε πολύ στον Θεό.
Στα 52 του, όταν πέθαναν και οι δυο γονείς του, μπόρεσε επιτέλους να εξωτερικεύσει το ποιος πραγματικά ήθελε να είναι. Φόρεσε γυναικεία ρούχα, φορέματα και πέρλες και απλά άκουγε όλη την ημέρα μουσική χορεύοντας στο σπίτι του παρέα με μερικές γάτες. Και πάλι δεν είχε ενοχλήσει ποτέ άνθρωπο, ούτε είχε προκαλέσει κανένα πρόβλημα. Ο ίδιος έλεγε πως «κάθε κύτταρό μου είναι γεμάτο απέραντη αγάπη για όλους.» Η τοπική κοινωνία τον ξεπλήρωνε με αδιαφορία, απομόνωση και τελικά χλευασμό όταν μια ομάδα παιδιών μπήκε στο σπίτι του και τον λιντσάρισε ανεβάζοντας τις εικόνες στο ίντερνετ.
Κάπως έτσι, βρέθηκε ακόμα μια φορά στο ψυχιατρείο, καθώς η κακία, η ομοφοβία και η αδυναμία των ανθρώπων να αποδεχθούν έναν καλό και ήσυχο άνθρωπο που δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο από το να είναι ο εαυτός του τον ανακήρυξε ως «τον τρελό του χωριού με τις γούνες.»
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το τέλος της ιστορίας είναι ακόμα πιο τραγικό
Έφυγε από το Δρομοκαΐτειο και περιπλανήθηκε για καιρό στην Αθήνα όπου έπεσε θύμα τροχαίου με εγκατάλειψη. Ο οδηγός τον εγκατέλειψε και εκείνος βρέθηκε επί μήνες στα αζήτητα ενός νεκροτομείου ενώ ο συναγερμός για την εξαφάνισή του άργησε – για τους γνωστούς άγνωστους λόγους- μια αιωνιότητα και μια μέρα. Κάποια στιγμή ταυτοποιήθηκε μέσω DNA και κάπως έτσι γράφτηκε ο τραγικός επίλογος στη ζωή που πραγματικά δεν έζησε.
Από κει ψηλά, φορώντας το όμορφο λευκό του φόρεμα με τη ζακέτα και τις ασορτί λευκές του πέρλες όπως εκείνες της Τζάκι Κένεντι, θα κοιτάει όπως πάντα μόνο με αγάπη και αθωότητα τον κόσμο που του φέρθηκε σκληρά και άδικα γιατί το μόνο που ήθελε ήταν να φοράει ρούχα γυναικεία και να βρει μια αγάπη παντοτινή. Μάλλον η κοινωνία τα θεωρεί και τα δυο μεγάλα προβλήματα και ήθελε να τον τιμωρήσει. Εκείνος όμως κουβάλησε πάνω του τη ντροπή όλων τους. Και τη συγχώρησε κιόλας.