Ήταν ένα από αυτά τα τεμπέλικα πρωινά Κυριακής. Ξέρεις. Αυτά που έχεις ξυπνήσει αργά για οποιοδήποτε πρωινό καθημερινής, αλλά νωρίς για πρωινό Κυριακής. Έκανα καφέ και έκατσα στον καναπέ. Άναψα τσιγάρο και απολάμβανα μια τον καφέ και μια την ησυχία που είχε μέσα και έξω από το σπίτι.
Άνοιξα το φέισμπουκ, έκανα λάικ σε μερικές φωτογραφίες φαγητών, διέγραψα μερικούς “ανθρώπους” που με τα ποστς τους έδειχναν πως δεν αναγνωρίζουν κανένα δικαίωμα σε άλλους ανθρώπους, έκανα το τεστ με ποιο μοντέλο μοιάζω- με την Χάιντι κλουμ μοιάζω, έπρεπε να το περιμένω- και άρχισα να σκρολάρω με μανία την οθόνη με μανία προς τα κάτω για να προσπεράσω κοινοποιήσεις διαγωνισμών και “kalimereeereeees!!!!!!!❤️❤️❤️!!!!!”.
Κάποια στιγμή το μάτι μου έπεσε σε αυτήν την φωτογραφία και σταμάτησε. Και το μάτι μου και το σκρολάρισμα. Ίσως από την εικόνα του προπορευόμενου αθλητή, ίσως από την εικόνα του αθλητή που τον ακολουθούσε και κάτι του έδειχνε με το δάχτυλο του, ίσως από την έκφραση των θεατών που είχαν γυρίσει το κεφάλι και τους παρακολουθούσαν, σταμάτησα κι εγώ το σκρολάρισμα για να προσπαθήσω να καταλάβω τι συνέβαινε στην φωτογραφία. Δεν μπορούσα να καταλάβω, παρά μόνο υπέθεσα οτι ο προπορευόμενος αθλητής είχε βγει εκτός πορείας και ο συναθλητής του του έδειχνε προς τα που να πάει. Μου φάνηκε αρκετά ενδιαφέρουσα ιστορία και πάτησα να διαβάσω το κείμενο που την συνόδευε.
Πληροφορήθηκα λοιπόν πως τον Δεκέμβριο που μας πέρασε, σε έναν αγώνα ανώμαλου δρόμου, ο Κενυάτης δρομέας Αμπέλ Μουτάι -ολυμπιονίκης- που προπορευόταν σε όλη την κούρσα, μπαίνοντας στην τελική ευθεία αποπροσανατολίστηκε, έχασε την αίσθηση του χώρου και λίγα μέτρα πριν την γραμμή τερματισμού που όπως όλα έδειχναν θα περνούσε πρώτος, σταμάτησε νομίζοντας πως έχει τερματίσει.
Τότε ο Βάσκος δρομέας Ιβάν Φερναντεζ Ανάγια που βρισκόταν πίσω από τον Μουτάι, τον έφτασε και αντί να τον προσπεράσει και να είναι εκείνος που θα κέρδιζε την κούρσα τον βοήθησε δείχνοντας του τον δρόμο να συνεχίσει την πορεία του και να τερματίσει πρώτος.
“Ακόμα και εάν μου έλεγε κάποιος ότι, κερδίζοντας αυτόν τον αγώνα θα εξασφάλιζα μια θέση με την ισπανική ομάδα στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου, δεν θα το έκανα. Η ενέργειά μου να βοηθήσω τον πελαγωμένο συναθλητή μου ήταν αυθόρμητη, και η ηθική μου ικανοποίηση από αυτήν είναι πολύ μεγαλύτερη από οποιοδήποτε μετάλλιο. Για μένα, ιδίως με όσα συμβαίνουν σήμερα στη κοινωνία, στην πολιτική, κλπ, όπου ο κάθε ένας κοιτάζει μόνο το δικό του συμφέρον, νομίζω ότι το να ενδιαφέρεσαι για τον συνάνθρωπό σου, έχει μία ιδιαίτερη αξία”.
Έμεινα να κοιτάω την φωτογραφία. Τους δύο αυτούς αθλητές. Τον ένα πίσω και τον άλλο μπροστά. Τους θεατές που τους κοίταζαν. Η ιστορία, τα λόγια του Ανάγια και η εικόνα του Μουτάι γύρναγαν στο μυαλό μου.
Σκέφτηκα πως καθημερινά, από την στιγμή που γεννιόμαστε όλοι “τρέχουμε” για έναν αγώνα. Σε δρόμους ανώμαλους και ομαλούς. Μπορεί να έχουμε προετοιμαστεί για αυτούς τους αγώνες αλλά μπορεί και όχι. Μπορεί να έχουμε προετοιμαστεί κατάλληλα και επαρκώς, μπορεί και όχι. Καθημερινά αγωνιζόμαστε με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Κάποιες φορές για τον εαυτό μας και για τους άλλους. Και ο αγώνας αυτός είναι δύσκολος. Γιατί όσο κι αν είμαστε πολλοί στον αγωνιστικό χώρο, είναι ένας προσωπικός αγώνας.
Κι έρχονται στιγμές που στον αγώνα που δίνουμε θα βγούμε από τον δρόμο μας. Θα “πελαγώσουμε”, θα κάνουμε λάθη, θα υπερεκτιμήσουμε ίσως τις δυνατότητες μας και τις αντοχές μας. Θα χάσουμε την αίσθηση του χώρου, του χρόνου, του εαυτού μας. Θα βγούμε από τον δρόμο μας. Θα χάσουμε τον δρόμο μας. Θα πάρουμε λάθος δρόμο. Θα βρεθούμε εκτός πορείας ενώ θα νομίζουμε ότι συνεχίζουμε κανονικά την πορεία που χαράξαμε. Και κάποια στιγμή θα νομίζουμε οτι έχουμε φτάσει στο τέρμα και θα σταματήσουμε. Χαμένοι. Εκτός πορείας. Εκτός δρόμου.
Και εκείνη την στιγμή θα έχουμε ανάγκη κάποιον να σηκώσει το δάχτυλο του και να μας δείξει πάλι τον δρόμο. Να μας δείξει το πού θέλουμε να πάμε. Να μας υπενθυμίσει την πορεία μας δείχνοντας με το δάχτυλο του τον δρόμο χωρίς να δείχνει εμάς και να μας κατακρίνει κουνώντας το δάχτυλο του για τα λάθη που κάναμε, για τις επιλογές μας, για τις αδυναμίες μας, για τους λόγους που χαθήκαμε, για τον αποπροσανατολισμό μας.
Η ζωή μας είναι ένας αγώνας. Και στον αγώνα αυτόν έχουμε ανάγκη από συναγωνιστές, όχι από ανταγωνιστές. Από ανθρώπους που αγωνίζονται όσο και όπως εμείς, ίσως περισσότερο ίσως λιγότερο, για τους ίδιους ή για διαφορετικούς λόγους που αγωνιζόμαστε κι εμείς. Από ανθρώπους που τους έχουμε ανάγκη όσο και την προετοιμασία που κάνουμε για τον αγώνα αυτό. Από ανθρώπους που μπορεί να είναι πίσω μας αλλά θα τρέξουν όχι για να μας προσπεράσουν αλλά για να μας φτάσουν και να μας βοηθήσουν όταν χάσουμε τον δρόμο μας.
Γιατί είναι εύκολο να χάσουμε τον δρόμο μας. Ίσως πιο εύκολο από το να παραμείνουμε στον δρόμο που έχουμε διαλέξει. Είναι πιο πιθανό να αποπροσανατολιστούμε από το να μείνουμε προσηλωμένοι. Γιατί είναι ανθρώπινο να χαθούμε, να μην μπορούμε, να μην αντέξουμε, να λυγίσουν οι αντοχές μας και η κρίση μας. Κι εκεί είναι που έχουμε ανάγκη κάποιον για να μας βοηθήσει, όχι για να μας νικήσει.
Δεν ξέρω αν αυτό που έκανε ο Ανάγια είναι ο ορισμός της ευγενούς άμιλλας και του αθλητικού ιδεώδους. Ξέρω ότι είναι ο ορισμός του ανθρώπινου ιδεώδους. Δεν ξέρω αν θα το έκαναν πολλοί αυτό. Αν θα διάλεγαν να μείνουν πίσω για να πάει μπροστά κάποιος άλλος. Δεν είναι άλλωστε το ζητούμενο αυτό. Όπως ζητούμενο δεν είναι και το μετάλλιο στον αγώνα που δίνουμε όλοι. Δεν ξέρω κι αν υπάρχει μετάλλιο για αυτό που έκανε ο Ανάγια. Κι αν υπάρχει δεν θα το πάρει από καμία επιτροπή, από κανέναν σύλλογο, από κανέναν όμιλο. Θα το πάρει από τον Μουτάι. Όπως ακριβώς γίνεται και στην ζωή. Ο ένας ανταμείβει και βραβεύει τον άλλο. Ή θα έπρεπε τουλάχιστον να το κάνει.
Δεν είναι απαραίτητο να μείνει κάποιος πίσω για να πάει κάποιος άλλος μπροστά. Δεν είναι απαραίτητο να χάσει κάποιος για να κερδίσει κάποιος άλλος. Ζητούμενο και απαραίτητο είναι στον αγώνα που δίνουμε να είμαστε συναθλητές, οχι ανταγωνιστές. Μαζί, όχι αντίθετα.
Το εύκολο είναι να εκμεταλλευτείς, το δύσκολο να βοηθήσεις. Το εύκολο είναι να προσπεράσεις, το δύσκολο να σταθείς. Κι αφού ο αγώνας είναι δύσκολος για όλους τους συμμετέχοντες το δύσκολο είναι αυτό που θα κάνεις. Ή που θα έπρεπε να κάνεις.