Η Άλις Γουόκερ, η συγγραφέας του Πορφυρού Χρώματος, παραδέχεται ότι δεν υπάρχει γι’ αυτήν πιο σπουδαίο βιβλίο από το βιβλίο της Ζόρα Νιλ Χέρστον: «Μου μιλά μ’ έναν μοναδικό τρόπο που κανένα μυθιστόρημα, παλιότερο ή νεότερο, δεν το καταφέρνει».
Και μετά η καουμπόισσα του Ρόμπινς, μία κλασική κι αγαπημένη ιστορία, η δημοσιοφράφος Φρανσουάζ του Λάζαρου Αλεξάκη, η φιλία της Ελίζα και της Μπεατρίτσε της Σίλβια Αβαλόνε κι ένας Όργουελ με λεπτό, ειρωνικό χιούμορ, διασκεδαστικός και απολαυστικός με τις Ανάσες του Τζορτζ Μπόουλινγκ
Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό
Όταν η Τζέινι στα δεκάξι της πιάστηκε ν’ ανταλλάσσει φιλιά με κάποιον, η γιαγιά της την παντρεύει άρον-άρον μ’ έναν εξηντάρη κτηματία. Η Τζέινι δεν το βάζει κάτω·
ανήσυχο πνεύμα, ψάχνει να βρει την ταυτότητά της και, μέσα από χαρές και λύπες, μαθαίνει την αγάπη και επιτέλους συμφιλιώνεται με τον εαυτό της.
Όταν πρωτοεκδόθηκε, το 1937, το Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό, με πρωταγωνίστρια μια υπερήφανη, ανεξάρτητη μαύρη γυναίκα, οι άνδρες κριτικοί το αγνόησαν ή το απέρριψαν.
Εκτός κυκλοφορίας σχεδόν σαράντα χρόνια, επανακυκλοφόρησε το 1978 και έκτοτε θεωρείται ως το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο της αφρο-αμερικανικής λογοτεχνίας.
Η Τζέινι Κρόφορντ μιλά με αμεσότητα για τη ζωή της, τους γάμους της, την επιθυμία της να μη λειτουργεί ούτε ως υποζύγιο ούτε ως διακοσμητικό στοιχείο δίπλα στον άντρα.
Διακηρύσσει ότι ακολούθησε δυο πράγματα στη ζωή της: πρώτα-πρώτα ότι βγήκε εκεί έξω μόνη της ν’ αντιμετωπίσει τη ζωή και ύστερα ότι έψαξε να βρει την ευτυχία, κάτι διόλου απλό και εύκολο.
«Για μένα το Τα μάτια τους κοιτούσαν τον Θεό, είναι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα… Δεν υπάρχει βιβλίο που ν’ αγαπώ περισσότερο απ’ αυτό», παραδέχεται και η πολυβραβευμένη αγγλίδα συγγραφέας Ζέιντι Σμιθ.
Βρες το εδώ
Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν
Ένα ωραίο κορίτσι με τεράστιους αντίχειρες, τρομακτικούς αλλά και παράξενα γοητευτικούς, ένας μεγιστάνας των καλλυντικών, ο οποίος αυτοαποκαλείται «κόμισσα», ένα ράντζο με καουμπόισσες, που η ενασχόλησή τους με τα πιστόλια και τα γελάδια, δεν τις στερεί από τη θηλυκότητά τους, κάθε άλλο μάλιστα! ένας ψευτο-ινδιάνος ερημίτης που λατρεύει τις γυναίκες και τους τηγανητούς κροταλίες και διάφορες άλλες ιδιόρρυθμες προσωπικότητες.
Γύρω τους μαίνεται μια θύελλα από ρηξικέλευθων ιδέες και γεγονότα, που βεβαιώνουν ότι η πρωτοτυπία και το χιούμορ μπορούν ενίοτε να συνυπάρχουν με υψηλό πνεύμα, στοιχεία που χαρακτηρίζουν το Ρόμπινς αναδεικνύοντάς τον σαν έναν από τους γοητευτικότερους συγγραφείς της εποχής μας.
Κάποια στιγμή όμως πρέπει να επιστρέψει στον πατρικό του πλανήτη, αλλά για να αναχωρήσει αργότερα κι από εκεί. Σαν τα πουλιά. Γιατί ακόμη και τα πουλιά πονούν και φεύγουν. Για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια.
Βρες το εδώ
Ομπλίκ
Εκείνο το πρωί η Φρανσουάζ πήρε τον καφέ της, κάθισε αναπαυτικά στο άνετο πλαϊνό καλάθι της παλιάς μοτοσικλέτας και τράβηξε μια τζούρα από το άφιλτρο τσιγάρο της. Όλα έδειχναν ότι ερχόταν άλλος ένας παγωμένος χειμώνας στο μικρό, ήσυχο Ομπλίκ, στην άκρη της Γαλλίας, μακριά από τα γεγονότα, κι αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Μπορεί να μη δήλωνε πλέον δημοσιογράφος της Λιμπερασιόν ή της Ουμανιτέ, μα δούλευε πάντα καλύτερα μόνη. Είχε φωνή εδώ. Φωνούλα έστω· αλλά ήταν η δική της φωνούλα και κανείς μα κανείς, δεν της έλεγε τι να πει. Δεν ήξερε ακόμα τι θα έφερναν οι επόμενες μέρες. Για λίγες ακόμη ώρες το μικροσκοπικό νησί θα απολάμβανε την άγονη μοναξιά του στο πέλαγος του Ιρουάζ, πριν γίνει το βασικό θέμα σε κάθε ειδησεογραφικό σάιτ, τόσο απροσδόκητα, που θα απασχολούσε ειδικούς και μη για ολόκληρες δεκαετίες.
Βρες το εδώ
Μία φιλία
«…Προτού γίνει γνωστή σ’ όλο τον πλανήτη… η Μπεατρίτσε ήταν μια νορμάλ κοπέλα και μάλιστα φίλη μου. Για την ακρίβεια, ήταν η καλύτερη, η μοναδική φίλη στη ζωή μου…»
Αν ρωτούσε κάποιος την Ελίζα πότε ακριβώς ξεκίνησε η φιλία τους, δεν θα ήταν σε θέση ν’ απαντήσει. ‘Ισως να ήταν τη νύχτα που η Μπεατρίτσε εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της σ’ εκείνη την παραλία, σαν διάττων αστέρας. Ή μήπως αργότερα, τότε που έκλεψαν ένα πανάκριβο τζιν και το ‘σκασαν τρέχοντας σαν τρελές με το μηχανάκι; Σ’ αυτό που μπορούσε ν’ απαντήσει με σιγουριά ήταν πότε τελείωσε η φιλία τους και πως, παρόλο που έχουν περάσει δεκατρία χρόνια, την πονάει ακόμα. Θέλοντας ν’ αναμετρηθεί με τον ίδιο της τον εαυτό, αποφάσισε να γράψει όσα ζήσανε, γιατί μόνο τα λόγια μπορούν ν’ αποδώσουν την πολυπλοκότητα των εμπειριών που κρατάμε καταχωνιασμένες μέσα μας, μόνο με την αφήγησή τους αποκτά υπόσταση η ζωή – έτσι πιστεύει η ίδια. Η βραβευμένη Σίλβια Αβαλόνε αφηγείται την άνευ ορίων φιλία δύο κοριτσιών, το οικογενειακό και κοινωνικό τους πλαίσιο, τα χάσματα, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις τους εν μέσω της αναδυόμενης ψηφιακής εποχής, στις αρχές του 21ου αιώνα.
Βρες το εδώ
Ανάσες
Ο Τζορτζ Μπόουλινγκ είναι ένας σαρανταπεντάρης ασφαλιστής, παντρεμένος, με παιδιά, δάνειο, ψεύτικη οδοντοστοιχία, κοιλιά και μια τρομερή επιθυμία να ξεφύγει από την ανιαρή καθημερινότητά του και τους φόβους που τον κατατρύχουν και που έχουν να κάνουν με τον επικείμενο πόλεμο και όσα θα επακολουθήσουν: την πείνα, την ανεργία, την καταστολή, την τυραννία. Έτσι, σκέφτεται να δραπετεύσει για λίγο επιστρέφοντας στον τόπο του, έναν παράδεισο με εξοχές, λιμνούλες, ψάρεμα και μνήμες από εφηβικούς έρωτες, για να πάρει τις ανάσες του και ν’ αντιμετωπίσει όλα τα παραπάνω.
Τα διάσημα μυθιστορήματά του, 1984 και Η φάρμα των ζώων, βρίσκονται εν σπέρματι εδώ, σ’ ένα μυθιστόρημα εξίσου απολαυστικό και προφητικό.
Βρες το εδώ