Η Έμιλυ Κολιανδρή είναι μια ηθοποιός που πάντα συμμετέχει σε παραστάσεις που ξεχωρίζουν, συζητιούνται, μας προκαλούν και μας αφορούν. Φέτος ξεχώρισε τόσο στο Λίλιομ του Φέρεντς Μόλναρ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, όσο και στον Βυσσινόκηπο του Άντον Τσέχωφ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου που μονοπώλησε το ενδιαφέρον και τις συζητήσεις των θεατών τον τελευταίο καιρό. Πιστεύει στη δύναμη του θεάτρου, στις συνεργασίες, στην ανθρώπινη επαφή που μας παρηγορεί, μας δίνει δύναμη και ελπίδα για το καλό που κρύβει το μέλλον.
Ο Βυσσινόκηπος είναι από τις πιο καίριες δραματολογικές επιλογές για την παρούσα χρονική στιγμή. Το θέατρο οφείλει να συμπορεύεται με την εποχή του;
Μοιραία γίνεται αυτό, γιατί αν δεν το κάνει είναι σαν ένα μικρόκοσμο που δεν αφορά κανένα και κινείται στα όρια ενός αυτισμού. Πάντα με έναν τρόπο -ακόμα κι όταν ένα έργο δεν είναι αμιγώς πολιτικό- βρίσκεις την σύνδεση με το τώρα. Αλλιώς γιατί να το κάνεις; Ειδικά τα παλιά έργα, γιατί να σκεφτείς να τα κάνεις σήμερα αν κάτι δεν σου μιλούν σε σχέση με την πραγματικότητα τώρα. Ο Βυσσινόκηπος είναι τρομακτικά σύγχρονος δυστυχώς ή ευτυχώς, όχι μόνο για την κοινωνική του διάσταση, αλλά και για τον ψυχισμό των ηρώων. Έχουν κάτι πολύ σύγχρονο. Ίσως είναι ο τρόπος που βιώνουν την απώλεια στην εποχή που αλλάζει. Υπό αυτή την έννοια είμαστε πολύ συγγενείς με αυτόν τον ψυχισμό, γιατί κι εμείς προσπαθούμε να συνθηκολογήσουμε, να συμβιβαστούμε με μία νέα εποχή και αυτό είναι οδυνηρό, έχει ένα πένθος, μια ενηλικίωση που πρέπει να έρθει. Και στον Βυσσινόκηπο γίνεται πολύ βίαια. Στο τέλος του έργου, ο Τσέχωφ έχει σημείωση -εμείς δεν το κάναμε στην δική μας παράσταση- να ακούγονται κατά την διάρκεια όλης της πράξης οι ήχοι των βυσσινιών που πέφτουν, το οποίο είναι πολύ σκληρό πράγμα, αν αναλογιστεί κανείς ότι πρόκειται για χιλιάδες στρέμματα. Κόβεται η ζωή ας πούμε. Είναι πολύ σκληρό.
Ο Βυσσινόκηπος είναι τρομακτικά σύγχρονος δυστυχώς ή ευτυχώς, όχι μόνο για την κοινωνική του διάσταση, αλλά και για τον ψυχισμό των ηρώων. Έχουν κάτι πολύ σύγχρονο. Ίσως είναι ο τρόπος που βιώνουν την απώλεια στην εποχή που αλλάζει.
Ο Τσέχωφ λέει πως σκοπός της λογοτεχνίας είναι “η απόλυτη και τίμια αλήθεια”, την οποία οφείλει κανείς να συγκρίνει με αυτό που έχει για να το αλλάξει αν πρέπει.
Η λογοτεχνία, όχι το θέατρο…Γιατί στο θέατρο νομίζω έχεις ανάγκη και το ωραίο ψέμα. Ή να πας να δεις την αλήθεια φιλτραρισμένη. Η λογοτεχνία διαφέρει από το θέατρο, δεν είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Όταν κάποιος πηγαίνει να δει μία παράσταση θέλει κάτι να τον μετακινήσει από αυτό που ζει. Την αλήθεια μεν, αλλά μέσα από έναν άλλο καθρέφτη.
Ο ρόλος που υποδύεστε στον Βυσσινόκηπο;
Έχει ενδιαφέρον γιατί άλλο ήταν στο πρόγραμμα να κάνω, αλλά λόγω των συνθηκών έκανα τον ρόλο της Ντουνιάσα, που εκ των υστέρων μ’ αρέσει πάρα πολύ. Την αγάπησα. Είναι ένα κορίτσι που θα ‘θελε να μην είναι αυτό που είναι, θα ‘θελε να ζήσει κάπου αλλού, θα ‘θελε να είναι κάποια άλλη. Της συμβαίνουν κάποια πράγματα που τα μεγαλοποιεί, νομίζει ότι την ερωτεύονται, εκεί που έχει δώσει τον λόγο της ότι θα παντρευτεί τον άντρα που της έχει κάνει πρόταση και είναι κάτι που την συναρπάζει, την επόμενη στιγμή ερωτεύεται τον υπηρέτη που έχει έρθει με την Κυρία από το Παρίσι, ίσως μόνο και μόνο επειδή έχει έρθει από το Παρίσι. Από τα πρόσωπα του έργου, αυτή και η Λιούμπα είναι οι άνθρωποι που έχουν την πιο μεγάλη σχέση με τον έρωτα και την ζωή. Ερωτεύονται, κλαίνε, πληγώνονται, τα σπάνε. Είναι πιο ανθρώπινες, με τα ελαττώματα τα ανθρώπινα. Οι άλλες γυναίκες ή είναι ταγμένες στην δουλειά που κάνουν ή σε έναν πλατωνικό έρωτα.
Τι συντέλεσε στο να είναι αυτή η παράσταση σχεδόν πάντα sold out;
Ο Νίκος Καραθάνος έχει μια φήμη καλώς ή κακώς που τον ακολουθεί. Έχει κάνει αυτές τις πολύ πετυχημένες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων και νομίζω πως σε κάθε παράστασή του ξέρεις ότι θα δεις και κάτι άλλο. Σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, συμφωνείς δεν συμφωνείς, σίγουρα θα δεις κάτι μη συνηθισμένο. Όχι μία συμβατική αναπαράσταση ενός έργου, αλλά το πως συναντιέται ο δικός του κόσμος κάθε φορά με του συγγραφέα με τον οποίο μετριέται. Αυτό είναι κάτι που δεν συμβαίνει συχνά γιατί απαιτεί μεγάλη τόλμη για να το κάνεις. Νομίζω ότι στους θεατές αρέσει αυτή η τόλμη και τον ακολουθεί. Από την άλλη αυτό είναι και μια παγίδα γιατί όταν έχεις συνηθίσει τους θεατές σε ωραία πράγματα, κάθε φορά οι απαιτήσεις αυξάνονται. Είναι αυτό που λέει ο Σαββόπουλος και μου αρέσει: “Θεέ μου, φύλαξέ με από τα σουξέ!”.
Πως εργάζεστε πάνω σε ένα ρόλο; Με την σκηνοθετική καθοδήγηση ή με προσωπική αναζήτηση;
Ακριβώς με αυτόν τον συνδυασμό. Δεν γίνεται αλλιώς. Έχεις κι εσύ ένα τρόπο απέναντι στα πράγματα, αλλά κάθε φορά συναντιέται με το όραμα του ανθρώπου που σε σκηνοθετεί. Φέτος είχα την ευκαιρία να δουλέψω με δύο πολύ διαφορετικούς σκηνοθέτες. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος έχει ας πούμε έναν μεγαλύτερο ορθολογισμό και δουλεύει με ένα σύστημα το οποίο λειτουργεί και είναι απελευθερωτικό γιατί γλιτώνεις από πολλά προβλήματα. Έχει ένα μαθηματικό τρόπο προσέγγισης, ενώ ο Νίκος Καραθάνος είναι η προσωποποίηση του συναισθήματος. Ξεχειλίζει από συναίσθημα, από μνήμες, από αρώματα, από γεύσεις. Δεν ξέρω τι προτιμώ. Το ιδανικό δεν υπάρχει και αυτό έχει την γοητεία του γιατί παίρνεις από τους σκηνοθέτες, βάζεις κι εσύ τα δικά σου και έτσι προχωράς.
Έχει διάβασμα η προετοιμασία ενός ρόλου;
Κάποιες φορές ναι, κάποιες όχι. Έχει τύχει σε παραστάσεις παλαιότερα να διαβάζω πάρα πολύ για την εποχή, για το έργο, για τον συγγραφέα, να βλέπω συναφείς ρόλους, πράγμα το οποίο τις περισσότερες φορές ήταν μια άχρηστη δουλειά. Δεν ξέρω αν λειτουργούσε υποσυνείδητα ή κάπως προστίθετο στο παζλ που φτιαχνόταν, αλλά νομίζω πως πια με τα χρόνια η δουλειά της υποκριτικής είναι τελείως διαφορετική από την θεωρητική προσέγγιση των κειμένων. Είναι πιο ενστικτώδης. Έχει να κάνει περισσότερο με την ενδυνάμωση της τεχνικής, παρά μιας θεωρητικής κατάρτισης.
Τι βαρύνει περισσότερο στην επιλογή μια συνεργασίας; Οι συνεργάτες, το έργο ή μία ενδεχόμενη αποδοχή;
Τώρα πια μεγαλώνοντας, έχει να κάνει καθαρά με τους ανθρώπους. Δύσκολα θα πάω σε ένα άγνωστο εντελώς πεδίο με άγνωστους ανθρώπους, ενώ πολύ πιο εύκολα θα πάω με τους «συγγενείς» μου, ακόμα και σε κάτι που μπορεί να αφορά σε ένα μικρό ρόλο. Το πλαίσιο είναι αυτό που με αφορά περισσότερο.
Ο Μάριος Πλωρίτης λέει πως ο Τσέχωφ είναι ένας συγγραφέας που πιστεύει πολύ στο αύριο. Θεωρεί πως το μέλλον κρύβει κάτι καλό. Πως την βρίσκετε αυτήν τη σκέψη;
Είναι η μοναδική που βοηθάει. Αν δεν το σκέφτεται κανείς αυτό, θα πεθάνει αύριο. Θέλω να πω πως πρέπει να έχεις πίστη σε κάτι. Είναι τόσο αποκαρδιωτική η καθημερινότητα πια, που αν δεν έχει και ένα όραμα για κάτι που θα επέλθει και θα αλλάξει αυτόν τον κόσμο, δεν αντέχεται.
Υπάρχουν ρόλοι που σκέφτεστε ότι θα θέλατε να κάνετε;
Όχι και τόσο. Δεν έχω δηλαδή απωθημένα με ρόλους. Και όταν είχα βγει από την σχολή δεν είχα στο μυαλό μου συγκεκριμένους ρόλους. Ήθελα πολύ να συνεργαστώ με ανθρώπους. Για παράδειγμα με τον Λευτέρη Βογιατζή. Ευτυχώς ήμουν τυχερή και συνέβη. Ακόμα ίσως έχω κάποια απωθημένα με συνεργασίες, αλλά γενικά ήμουν τυχερή και με αυτούς τους ανθρώπους που ήθελα να συναντηθώ, το έφερε η μοίρα και συναντήθηκα. Υπάρχουν κι άλλοι σίγουρα, αλλά έχω καιρό.
Υπάρχει κάποια συνεργασία που θεωρείτε καταλυτική στην μέχρι τώρα πορεία σας;
Πραγματικά η κάθε μία είναι ξεχωριστή. Δεν υπάρχει κάποια που να την πετάω. Έχω πάρει πράγματα ακόμα κι όταν πίστευα ότι δεν έπαιρνα, που φάνηκαν εκ των υστέρων. Σίγουρα η γνωριμία μου με τον Λευτέρη Βογιατζή ήταν καταλυτική γιατί έγινε και σε μία πολύ τρυφερή ηλικία. Συναντηθήκαμε όταν τελείωσα τη σχολή. Επειδή ήμουν τυχερή και μπόρεσα να τον δω από κοντά και να τον αφουγκραστώ, κατάλαβα πως αυτό που κυνηγάει είναι ανέφικτο σχεδόν, δηλαδή αυτός ο βαθμός τελειότητας. Οπότε κάπως είσαι πιο ήσυχος μετά γιατί νιώθεις πως αυτό είναι κάτι σχεδόν ουτοπικό. Συμφιλιώνεσαι με αυτά που δεν μπορείς να κάνεις και είσαι πιο ήρεμος. Σίγουρα ο Νίκος Καραθάνος είναι ένας άνθρωπος που είναι και δικός μου και τον θαυμάζω και μ΄ αρέσει να δουλεύουμε μαζί. Η Λένα Κιτσοπούλου… Και άλλοι. Νομίζω πως όλοι αυτοί με τους οποίους έχω δουλέψει μέχρι τώρα ήταν σαν δώρα για ΄μένα.
Βλέπετε θέατρο;
Βλέπω φίλους συνήθως. Όσο προλαβαίνω. Τα τελευταία δύο χρόνια δεν έχω δει πολύ θέατρο, ενώ μ΄ αρέσει. Βλέπω πολύ συγκεκριμένα και επιλεκτικά.
Τι κάνει μία παράσταση επιτυχημένη;
Πραγματικά δεν ξέρω. Δεν νομίζω ότι υπάρχει και συνταγή. Κάτι γίνεται. Είναι θέμα συγχρονισμού και συγχρωτισμού των θεατών, των ηθοποιών, του έργου, της στιγμής του, της αλήθειας του, αν συναντήθηκαν κάπου.
Λογοτεχνία διαβάζετε;
Τελευταία όχι πολύ. Διαβάζω περισσότερο στις διακοπές, αλλά τα τελευταία χρόνια και λόγω παιδιού έχω μείνει πολύ πίσω!
Υπάρχει κάποιο ξεχωριστό βιβλίο;
Ναι. Ο Φύλακας στη Σίκαλη είναι το αγαπημένο μου και της Ζυράννας Ζατέλη το Και με το φως του λύκου επανέρχονται.
Ποια μέρα θα χαρακτηρίζατε παραγωγική;
Δεν προλαβαίνω να κάνω αυτόν τον απολογισμό! Η καθημερινότητα πια είναι τόσο σύνθετη και πολύπλοκη και απαιτεί έναν σχεδιασμό για να τα συνδυάσεις όλα -παιδί, σπίτι, οικογένεια, μαγειρική, πρόβα, παράσταση, εγκυμοσύνη τώρα- που όταν τελειώσει η μέρα και έχουν γίνει όλα σκέφτομαι ότι βγήκε και αυτή μέρα. Αυτό συνιστά επιτυχία.
Τι σας χαλαρώνει στην καθημερινότητα;
Εξαρτάται. Κάποιες φορές με χαλαρώνει να παίζω με τον γιο μου, κάποιες άλλες φορές με χαλαρώνει να βρίσκομαι στην πρόβα ή άλλες φορές η συνύπαρξη με ενήλικες. Διάφορα πράγματα.
Η μητρότητα είναι μία “δουλειά” που απαιτεί δημιουργικότητα και ενέργεια, όπως ακριβώς και η δουλειά του ηθοποιού. Πως συνδυάζονται αυτά τα δύο;
Όντως έχουν μία σχέση. Συνδυάζονται πάντως δύσκολα. Η μητρότητα συνδυάζεται δύσκολα με οποιαδήποτε δουλειά. Η δική μας που δεν είναι και συγκεκριμένη και έχει κάθε μέρα άλλα ωράρια, ίσως έχει μια δυσκολία στην οργάνωση. Πάντως ούσα εφευρετική στον ένα τομέα γίνεσαι και στον άλλο. Είναι ζόρικο πράγμα, θέλει ενέργεια και πολύ κουράγιο. Φαντάζομαι για όλες τις γυναίκες ισχύει αυτό. Όμως θέλει υπομονή και γίνεται.
Σας ευχαριστούμε πολύ.
Φωτογραφίες: Maria Psarrou, Site: psarrou.com
Ευχαριστούμε θερμά το Free Thinking Zone που φιλοξένησε την συνέντευξη και την φωτογράφιση.