Πριν μερικές μέρες άκουσα ένα ζευγάρι στο διπλανό τραπέζι να γελάει με κάτι τόσο κουλό, που τους ζήλεψα. Όχι για το αστείο. Δεν θυμάμαι καν τι είπαν. Ζήλεψα γιατί γελούσαν μαζί. Ήταν αυτό το γνήσιο, χαζό γέλιο που σου βγαίνει μόνο με άνθρωπο που νιώθεις πραγματικά κοντά.

Πριν καιρό, ήμουν με μια κοπέλα, χωρίς δράματα, χωρίς εντάσεις, χωρίς καβγάδες. Και όμως, κάτι έλειπε. Όχι κάτι μεγάλο. Κάτι μικρό, σχεδόν ανεπαίσθητο. Το τσίμπημα στην κοιλιά όταν την βλέπεις να γελάει. Η αίσθηση ότι θέλεις να μοιραστείς κάτι που άκουσες μέσα στη μέρα σου μαζί της γιατί, απλά, θα το εκτιμήσει με τον δικό της τρόπο. Η χαζή ανάγκη να της στείλεις ένα meme στις 2 το βράδυ που μόνο εσείς βρίσκετε αστείο.

Αντί γι’ αυτό, υπήρχε απλώς… ησυχία. Όχι από την ωραία, την zen. Από την άλλη, την άβολη.

Δεν ξέρω πότε ακριβώς σταμάτησα να ενθουσιάζομαι. Ίσως κάπου ανάμεσα σε κοινές λίστες του σούπερ μάρκετ, πάντα προγραμματισμένα ραντεβού που μπαίνουν στο to do list σου, ενώ θα έπρεπε να είναι αυθόρμητα  κι όχι αποκλειστικά στον καναπέ με πίτσα και «κάτι στο Netflix», και εκείνες τις απαντήσεις τύπου «τίποτα» όταν ρωτάς «τι σκέφτεσαι;».

Μια μέρα μου είπε: «Δεν σε βλέπω να ενθουσιάζεσαι». Κι εγώ αντί να πω κάτι έξυπνο ή έστω ειλικρινές, απάντησα με ένα ξερό «Ε, δεν είμαι και πολύ εκφραστικός». Ψέμα. Ήμουν. Απλώς όχι πια.

Οι σχέσεις χωρίς συναισθηματικά “τσιμπήματα”, χωρίς αυτό το κάτι που σε τραντάζει λίγο, είναι σαν ψυγείο με φως αλλά χωρίς φαγητό. Πας, ανοίγεις, κοιτάς, κλείνεις. Ξανά. Και πάλι πεινάς.

Αυτά τα μικρά “σπρωξίματα”, τα stimulations όπως λένε και στο Pinterest, είναι τα σημάδια ότι είσαι ακόμα ζωντανός μες στη σχέση. Ένα βλέμμα που σε ξεμπροστιάζει. Μια αγκαλιά που σου λέει «σε κατάλαβα» χωρίς να χρειαστεί να το πεις πρώτος.

Έχω υπάρξει σε σχέση που τα μόνα μηνύματα ήταν «Πάρε ψωμί» και «Θα αργήσω». Κάποια στιγμή, δεν είναι ότι δεν έχεις τίποτα να πεις. Είναι ότι δεν έχεις πια λόγο να το πεις σ’ αυτόν τον άνθρωπο.

Κι αν αναρωτιέσαι, ναι, έχω αρχίσει να ξαναμιλάω με εκείνη. Τη γνωστή από το μπαρ. Τη “δεν περιμένεις να τη δεις αλλά σου αλλάζει το βράδυ”. Κι αυτή τη φορά, είπε κάτι που με κόλλησε στον τοίχο, ψυχικά.

–«Μήπως τελικά δεν μας λείπει ο έρωτας αλλά το να μας παρατηρούν;»

Δεν απάντησα. Ακόμα σκέφτομαι τι να της πω.

Ή μάλλον, ήθελα να της πω κάτι… αλλά χτύπησε το κινητό.

Ήταν εκείνη. Έστειλε μόνο: “Θες να μου πεις αυτό που δεν είπες;”