Μεσημέρι Παρασκευής και πήρα ένα ταξί να γλιτώσω λίγη βροχή. Δεν είχα πιει και καφέ κι έτρεχα απ’ το πρωί, ανακούφιση το ταξί κάτι τέτοιες ώρες. Έγειρα το κεφάλι μου, έκλεισα και τα μάτια μου, τέλεια λέω, δέκα ολόδικά μου λεπτά ηρεμίας, θα πάρω κι έναν υπνάκο. Έπαιζε χαμηλά και το ράδιο και με χαλάρωνε, ένιωσα την θαλπωρή σαν τότε που ήταν το σάουντρακ των οικογενειακών δρομολογίων, τότε που όλη μου την προσοχή την ρουφούσε ο μεγάλος κόσμος ο έξω από το τζάμι, κι άκουγα τα νέα με μισό αυτί αφού δεν με επηρέαζαν σε τίποτα – ή τουλάχιστον δεν το ήξερα.
Αμ δε. Είχε ο οδηγός όρεξη για κουβέντα. Είπα να τον αγνοήσω, μα ήταν συμπαθητικός άνθρωπος και λέω άντε, ξεκούνα, βγες απ’ την κοσμάρα σου, επικοινώνησε λιγάκι.
Ξεκίνησε ανακοινώνοντάς μου τα χτεσινά νέα για την προσωπική ζωή γνωστής ελληνίδας σελέμπριτι. ”’Ακου να δεις, και να μην έχω πάρει πρέφα, πού ζεις ρε κοπελιά”.
”Ωχ λέω μέσα μου, δεν την βλέπω την κουβέντα να τραβάει πρύμα”, καλύτερα να έκανα την κοιμισμένη.
Μα πώς το πήγε, πώς το έφερε ο άνθρωπος, μου έφτιαξε την μέρα τελικά. Μου είπε ότι τους αγγαρεύουν στο ραδιοταξί για να στέλνουν σακούλες με τρόφιμα και χρήματα σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Μου ανέφερε με το όνομά τους τουλάχιστον πέντε πολύ γνωστούς επιχειρηματίες που χρησιμοποιούν γι’ αυτόν τον σκοπό την δική τους εταιρεία ραδιοταξί κατά σύστημα. Μου είπε και για έναν -συγχωρεμένο πια- λαϊκό τραγουδιστή που τον φόρτωσε είκοσι μεγάλες σακούλες ψώνια να τα πάει σε 20 σπίτια. Και του άφησε και πουρμπουάρ πολύ παραπάνω απ’ την ταρίφα.
Κοίτα να δεις λέω. Κι εγώ που νόμιζα πως κανείς σ’ αυτήν την πόλη δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με τον άλλον. Κλεισμένοι όλοι στον μικρόκοσμό μας, στις χαρές και στα προβλήματά μας, που παλεύοντάς τα, ξεχνάμε τον άλλον που παλεύει χειρότερα. Κι εγώ που νόμιζα πως ο πλούτος κι η δόξα σκληραίνουν τους ανθρώπους.
Τελικά ό,τι κι αν κάνει κανείς, σε όποιον χώρο κι αν βρεθεί, και σε όποια εποχή. Σημασία έχει μόνον το τι είναι μέσα του και το τι επιλέγει να πράττει, κάθε στιγμή.