Tελείωσα το σχολείο το 1998. Πράγμα που σημαίνει ότι ξεκίνησα να πηγαίνω το 1986. Στα δώδεκα αυτά χρόνια άλλαξα δεκάδες φορές θρανίο και διπλανό, κάθισα στο πρώτο, κάθισα στο τελευταίο, κάθισα στη μέση, στην άκρη, και κατά προτίμηση δίπλα στο καλοριφέρ.
Έχει όλο αυτό κάποια σχέση με το τι δουλειά κάνω σήμερα;
Όταν με ρωτούν αν ήμουν καλή μαθήτρια, δεν ξέρω τι να απαντήσω. Ο λόγος είναι πως ήμουν ότι μαθήτρια ήθελα την εκάστοτε χρονική στιγμή. Όταν ήθελα να είμαι καλή, ήμουν καλή, όταν δεν με ένοιαζε καθόλου, ήμουν κακή. Και για τρία χρόνια, από την Τρίτη Γυμνασίου μέχρι την Δευτέρα Λυκείου, τα είχα όλα εντελώς χεσμένα. Εκείνη την τριετία δεν έπαιζε κανέναν απολύτως ρόλο το που καθόμουν, διότι η σχολική μου ζωή μοιραζόταν ανάμεσα σε κοπάνες, κάπνισμα στο Τζούρα Club, χαροπάλη να μην μείνω στον τόπο από απουσίες, βαθμούς κάτω από τη βάση στα μαθηματικά, τη φυσική και τη χημεία και εμβληματικά εικοσάρια στην έκθεση και στα κείμενα για να σώζομαι με το μέσο όρο και να μην μένω στην ίδια τάξη, όχι για μένα, αλλά περισσότερο για τη φουκαριάρα τη μάνα μου.
Ξεκίνησα να πηγαίνω στο Δημοτικό με πολύ καλές προθέσεις, σε διαβεβαιώ.
Μου άρεσε πολύ το σχολείο στην πρώτη βαθμίδα της εκπαίδευσης και το έβρισκα εύκολο. Δεν με ένοιαζε το που θα καθίσω, ούτε με ποιον. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κάθομαι όπου δεν ήθελαν να καθίσουν οι άλλοι. Επομένως, πράγματι, η τύχη μου εξαρτήθηκε επί έξι χρόνια από το που κάθονταν από επιλογή τους οι συμμαθητές μου. Αν οι περισσότεροι ήθελαν να καθίσουν σε μπροστινά θρανία καθόμουν στα πίσω, αν η πλειοψηφία έπιανε τα πισινά θρανία, άραζα στα μπροστινά, δεν τραβούσα κανένα απολύτως ζόρι.
Στο Γυμνάσιο η αλήθεια είναι πως προτιμούσα να κάθομαι προς τα πίσω, γιατί είχα αρχίσει να βαριέμαι λίγο και ήθελα να μπορώ να αράζω μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των καθηγητών.
Αυτό δεν είμαι απολύτως βέβαιη ότι πιάνει γενικά, έχω καταλήξει ότι με κάποιους δουλεύει, ενώ με ορισμένους άλλους λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα: σε σηκώνουν για μάθημα περισσότερο. Σε κάθε περίπτωση καθόμουν κυρίως με αγόρια- εκτός από τα χρόνια που είχα την τύχη να είμαι συμμαθήτρια με την κολλητή μου. Ο αγαπημένος μου, ήταν ένας συμμαθητής μου που έγινε στη συνέχεια πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας και μεγάλο όνομα της Θύρας 13, ταυτόχρονα. Καθόταν μέσα στην τάξη στο διάλειμμα όταν ήμασταν επιμελητές και με κάλυπτε για να πάω να καπνίσω.
Στο Λύκειο τα δυο πρώτα χρόνια δεν πάταγα στην τάξη και όταν πάταγα, δεν ήξερα που βρισκόμουν.
Επομένως να σας πω την αλήθεια δεν θυμάμαι που καθόμουν. Στην Τρίτη Λυκείου, συνειδητοποίησα πως πρέπει να ξαναγίνω καλή μαθήτρια για το συμφέρον μου, διότι έπρεπε να μπω στο Πανεπιστήμιο. Ακολούθησα την Τρίτη Δέσμη ( ναι, μπορείτε να μου μιλάτε στον πληθυντικό ) και ειδικά στην τάξη της Δέσμης, ήμασταν τόσο λίγα άτομα, που όπου κι αν καθόμουν θα φαινόμουν, άρα επέλεγα κάτι βολικό, όπως ας πούμε αγκαλιά με το σώμα του καλοριφέρ. Στην τάξη της κατεύθυνσης κανείς δεν έπαιρνε σοβαρά τη φάση, επομένως καθόμουν κοντά σε όποιον είχε διαβάσει θρησκευτικά για να αντιγράψω. Άρα δεν μπορώ να πω ότι το που κάθισα στο σχολείο καθόρισε και το τί έκανα στη συνέχεια στη ζωή μου. Το θέμα όμως που με απασχολεί πλέον, δεν είναι που κάθισα τότε, αλλά τι σκατά κάνω τώρα.
Δε νομίζω λοιπόν ότι αν καθόμουν συνεχώς στο πρώτο ή εμμονικά στο τελευταίο θρανίο, εγώ, που ανήκω στην πιο αδικημένη μεταπολεμική γενιά ως τώρα, θα είχε παίξει ρόλο στο τι θα έκανα μετά το Λύκειο.
Στα 80s και στα 90s που πήγαινα στο σχολείο, η Ελλάδα ζούσε την ακμή της με δανεικά λεφτά και κανείς δεν μας είχε προετοιμάσει για το ότι μπορεί να έρθουν και δύσκολες μέρες. Στα 00s που ήμουν φοιτήτρια, ζούσαμε τις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας και προετοιμαζόμασταν χωρίς και πάλι να το γνωρίζουμε, για μια δεκαετή οικονομική κρίση της οποίας το ξεκίνημα με βρήκε ακριβώς πάνω στην ορκωμοσία του δεύτερου πτυχίου μου. Βγήκα λοιπόν στην αγορά εργασίας λίγο πριν την κρίση, έζησα τα πιο δημιουργικά μου χρόνια -που δεν είμαι σίγουρη πόσο δημιουργικά ήταν τελικά- μέσα σε αυτήν, δεν έφυγα από την Ελλάδα –είμαι σχεδόν βέβαιη ότι έκανα λάθος- και αμέσως μόλις αρχίσαμε υποτίθεται να ορθοποδούμε από τα μνημόνια, ήρθε ο κορονοϊός, να καταστρέψει και την τελευταία μου ελπίδα στα τέλη των 30s μου να ζήσω μια φυσιολογική προσωπική και επαγγελματική ζωή. Με λυπάμαι.
Μακάρι στη ζωή μας όλα να κρίνονταν από το που θα τοποθετούμασταν χωροταξικά μέσα σε μια αίθουσα.
Όμως δυστυχώς είμαστε πολύ αδύναμοι να καθορίσουμε το μέλλον μας ειδικά με τέτοιους αφελείς τρόπους. Σε όποιο θρανίο κι αν καθόμουν, δε θα μπορούσε να επηρεάσει σε τίποτα τη μετέπειτα πορεία της κοινωνίας μέσα στην οποία αναγκάστηκα να παλέψω. Αυτό που θα έπαιζε ρόλο θα ήταν ίσως το να μην καθόμουν καθόλου σε θρανίο, δηλαδή να μην είχα μόρφωση. Κι αυτό όμως ελέγχεται, διότι τα δώδεκα χρόνια στα θρανία του σχολείου και τα οκτώ στα έδρανα του Πανεπιστημίου, δεν εξαργυρώθηκαν ποτέ ως τώρα οικονομικά, ηθικά, πρακτικά και ψυχολογικά στην καθημερινότητά μου. Τη μισή μου ζωή σπούδαζα, και την άλλη μισή δεν μπορώ λόγω των συνθηκών να χρησιμοποιήσω τα εφόδια πουθενά πρακτικά υπέρ μου, παρά συνήθως υπέρ κάποιων αφεντικών που κυρίως εκμεταλλεύονταν την εργασία μου για εξευτελιστικές αμοιβές και άθλιες συνθήκες εργασίας. Το καλύτερο πράγμα που έκανα με τα θρανία τελικά, ήταν ότι τα στοίβαζα στην καγκελόπορτα του σχολείου στο πλαίσιο της κατάληψης και καθόμουν στην κορυφή τους. Ήταν η μοναδική υψηλή θέση στην οποία με οδήγησαν στη ζωή μου.