Δοκίμασε μετά από μια έντονη προπόνηση να μείνεις στην ακινησία. Το σώμα σου χαλαρώνει και ανακουφίζεται. Αλλά το μυαλό μόλις αναλαμβάνει δράση. Αρχίζει να τρέχει με επιτάχυνση που θα ζήλευε και η Formula 1.
Και βρίσκει τρόπους να τρυπώνει παντού, τύφλα να ‘χει ο Jerry την ώρα που κρύβεται να σωθεί από τη γλώσσα του Tom. Μετακινείται δε με τόση ευκολία από το ένα θέμα στο άλλο, που αν μπορούσαμε να το αποτυπώσουμε τεχνολογικά, θα είχαμε σίγουρα εφεύρει μηχανή διακτινισμού.
Όπου ακινησία, βάλε καραντίνα
Όχι πως δεν κινούμασταν στην καραντίνα, ίσα-ίσα. Με την ευκολία να γυμναζόμαστε από το σπίτι, ίσως κάναμε περισσότερες προπονήσεις από ποτέ. Και περπατήσαμε. Σαν άλλοι τουρίστες, ανακαλύψαμε την ίδια μας την πόλη. Όχι σε πραγματικές συνθήκες, με κλειστά μαγαζιά και λιγοστό κόσμο. Αλλά και πάλι, ακίνητους σωματικά δε μας έλεγες.
Στάσιμους όμως ναι. Άλλους λίγο, άλλους περισσότερο. Πολλοί ακύρωσαν τους γάμους τους, τα γαμήλια ταξίδια όλοι. Και τα σκέτα τα ταξίδια δηλαδή, κι αυτά την ίδια τύχη είχαν. Άλλοι φοβήθηκαν να μεγαλώσουν την οικογένειά τους, πού να μπλέκεις εν μέσω covid με νοσοκομεία, εξετάσεις και μαιευτήρια.
Μεγάλο μέρος των εργαζομένων μπήκαν σε αναστολή εργασίας ή κλήθηκαν να εξοικειωθούν με νέες εργασιακές συνθήκες. Με εκείνα και με τα άλλα, οι εργασιακές ταχύτητες μειώθηκαν, το ίδιο και τα όποια σχέδια εξέλιξης. Και οι περισσότεροι από όσους είχαν σχέδια για ίδρυση νέων εταιριών, τα έβαλαν στον πάγο.
Από τα περσινά θερινά σινεμά, πάμε τώρα κατευθείαν στα φετινά. Υπέροχα τα θερινά τα σινεμά, δεν το συζητώ. Σίγουρα είναι μία από τις πιο ταξιδιάρικες δραστηριότητες που μπορεί κανείς να διαλέξει, και ένας από τους λόγους που ανυπομονούμε για το καλοκαίρι. Αλλά κάναμε skip μια ολόκληρη σεζόν χειμερινού σινεμά, με τα dolby τα surround και τις αναπαυτικές πολυθρόνες και το απόλυτο σκοτάδι.
Η ματαίωση και το burnout
Στην προ covid εποχή, η πλειονότητα των ενηλίκων μιλούσε για τα τρελά προγράμματα της καθημερινότητας και τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες που δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν. Άλλοι το εναπόθεταν ως παράπονο. Άλλοι ήταν περήφανοι για τη σούπερ γεμάτη μέρα τους, περίμεναν ίσως και παράσημο για όλο αυτό. Τους δεύτερους να τους κοιτάξουμε, κάτι δεν πάει καλά με δαύτους.
Είτε με τους πρώτους, είτε με τους δεύτερους, το γεγονός είναι ένα. Ευτυχώς και οι καλοκαιρινές και χριστουγεννιάτικες διακοπές που προσέφεραν ένα διάλειμμα. Αλλιώς το burnout δε θα ήταν προ των πυλών, θα είχε μπει στο κάστρο και θα τα είχε γκρεμίσει όλα. Που έγινε κι αυτό σε κάποια κάστρα δηλαδή, δεν ήταν λίγα τα burnout που άκουγες τριγύρω τα τελευταία χρόνια.
Και μετά παύση. Αν η ζωή είναι ανηφόρες και κατηφόρες, περιπέτειες και δράση, η όλη αυτή φάση της καραντίνας έμοιασε σαν ένα μεγάλο νοητικό λιβάδι. Τέλειο το λιβάδι. Μαργαρίτες, πουλάκια που τιτιβίζουν, λιγότερα ακραία καιρικά φαινόμενα. Αλλά μένοντας εκεί, οι νοητικοί μας τετρακέφαλοι δεν ενεργοποιούνται όπως στην ανηφόρα. Και οι νοητικοί μας δικέφαλοι και γλουτιαίοι, δεν καίνε όπως στις κατηφόρες.
Αν στην ακινησία το μυαλό τρέχει, στη νοητική στασιμότητα, εκεί να δεις overthinking. Το σοκ του πρωτόγνωρου, η ανησυχία που δεν είχες φανταστεί ότι θα σου συμβεί, η βίαιη συνειδητοποίηση ότι τα δεδομένα μόνο δεδομένα δεν είναι. Και η ματαίωση. Όλα αυτά που είχες σκοπό και όνειρα να κάνεις, αλλά τελικά δε γινόταν.
Τουλάχιστον για ενάμιση χρόνο. Δεν ήταν καν στο χέρι σου να κάνεις κάτι για να συμβούν, ήταν εξωτερικοί οι περιορισμοί. Όταν όμως καλείσαι να θέσεις όλους τους στόχους της σταδιοδρομίας σου σε αναμονή, η διανοητική εξάντληση είναι το αποτέλεσμα. Κι έτσι το παλιό σου burnout, το εργασιακό ή το σωματικό, έδωσε τη θέση του στο burnout των ματαιωμένων σου φιλοδοξιών.
Τώρα ανοίξαμε και σας περιμένουμε
Και τώρα οι πόλεις άνοιξαν, ο κόσμος άνοιξε. Ο ιός βέβαια είναι εδώ, αλλά λέμε πως κάπως περιορίστηκε. Πως μπορούμε να αρχίσουμε και πάλι να επιστρέφουμε στην πρότερη ζωή μας, κανονικότητα συνηθίζουμε να τη λέμε. Κανονικότητα είναι η κατάσταση κατά την οποία τα πράγματα συμβαίνουν όπως συνήθως, ή όπως έχουν οριστεί.
Οπότε πώς; Η παύση δεν κράτησε ένα Σαββατοκύριακο, ούτε καν ένα μήνα. Ενάμιση χρόνο μετά, δεν υπάρχει συνήθως. Και πολλοί ορισμοί άλλαξαν. Εμείς αλλάξαμε. Έχοντας δει να αμφισβητούνται όσα αποτελούσαν το στερέωμά μας, κανείς μας δεν είναι ίδιος.
Και ναι, οι πόλεις άνοιξαν κι ο κόσμος άνοιξε. Μας περιμένει να τρέξουμε ξανά, να γυρίσουμε σε αυτά που ξέραμε. Στο χρόνο αυτό όμως, είχαμε το περιθώριο να ζήσουμε όχι μόνο μέσα, αλλά και μέσα μας. Κι εκεί μπορεί να ανακαλύψαμε πως αυτά που ξέραμε, δεν ήταν απαραίτητα και αυτά που θέλαμε. Ή έστω δεν είναι αυτά που τώρα πια θέλουμε.
Και θέλουμε και χρόνο. Να χωνέψουμε τι συνέβη, να πάρουμε δύναμη για όλα όσα έρχονται. Να βρούμε την ισορροπία στη νέα συνθήκη, να αποδεχτούμε πως δεν μπορούμε να προγραμματίζουμε και να οργανώνουμε όσα θέλουμε, όπως πριν. Θα πρέπει μαζί με τον εαυτό μας, να επαναπροσδιορίσουμε και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε.
Δε φεύγεις από το σπίτι χωρίς παπούτσια
Μια κουταλιά της σούπας overthinking, μια κουταλιά της σούπας απομόνωση, δυο κουταλιές της σούπας αβεβαιότητα, ξεχείλισε το σφηνοπότηρο. Κι έτσι, χωρίς να έχεις κάποια ψυχική διαταραχή, δε νιώθεις και την ανυπομονησία που περίμενες να έχεις όταν όλα θα άνοιγαν. Ούτε την όρεξη, ούτε και την προθυμία. Δε σε λες και έτοιμο να ξεχυθείς σε ξέφρενες νύχτες και πάρτυ μέχρι πρωίας.
Για κάθε έναν που λαμβάνει ένα προσκλητήριο γάμου για φέτος το καλοκαίρι και χαίρεται που επιτέλους οι κολλητοί ανοίγουν νέα σελίδα στη ζωή τους, υπάρχει ένας ακόμη που αγωνιά και αναρωτιέται πώς θα καταφέρει να πάει ή πώς θα βρει τρόπους να το αποφύγει χωρίς να παρεξηγηθεί.
Γιατί νιώθει σαν να φεύγει από το σπίτι χωρίς παπούτσια. Σαν να μην είναι ακόμη έτοιμος. Πώς θα δει τόσο κόσμο χωρίς μάσκα και πώς γίνεται εκείνο το κοινωνικό small talk; Αν θα είναι αμήχανη η αγκαλιά με τόσο κόσμο μετά από τόσο καιρό, αν θα μπορέσει να χορέψει ή θα του φανεί μια επικίνδυνη συνάθροιση. Αν δεν καταφέρει κάτι από όλα αυτά, ανησυχεί μήπως φανεί ο περίεργος της υπόθεσης. Χαίρεται για τους κολλητούς, αλλά φοβάται πως αυτό δε θα φανεί.
Ο Adam Grant, κορυφαίος καθηγητής οργανωσιακής ψυχολογίας, περιέγραψε όλο αυτό το ψυχολογικό φαινόμενο. Και το όνομα αυτού, languishing. Μετάφραση με μία λέξη στη γλώσσα μας δεν έχει, τουλάχιστον όχι ακόμη. Αλλά είναι το αντίθετο της άνθισης, είναι ένας κάποιος μαρασμός. Τον όρο δανείστηκε ο Grant από τον καθηγητή κοινωνιολογίας Corey Lee M. Keyes, που εν έτη 2002 τον είχε χρησιμοποιήσει για να περιγράψει το έντονο συναίσθημα στασιμότητας και ματαιότητας.
Πώς επιστρέφουμε ευκολότερα;
Από το πριν τρέξιμο προς το νοητικό λιβάδι, βρεθήκαμε με άπλετες κενές ώρες. Στην αρχή ξεκουραστήκαμε. Και μόλις έγινε αυτό, αρχίσαμε να τις γεμίζουμε με νέες ασχολίες, χόμπι, περπάτημα, μαγειρικές περιπέτειες, ύπνο από πιο νωρίς ή ξύπνημα πιο αργά. Στην πορεία αυτή βρήκαμε πράγματα που μας γεμίζουν, που μας δίνουν κίνητρο και που σχεδόν απορούσαμε πώς δεν είχαμε νωρίτερα γνωρίσει. Στο νέο σου πρόγραμμα που τώρα ξαναχτίζεις, φρόντισε να υπάρχουν κενά. Να μπορέσεις να διατηρήσεις όσα ανακάλυψες ότι έχουν πράγματι να σου προσφέρουν, έστω κι αν τώρα θα είναι πιο περιορισμένα χρονικά.
Είχες το χρόνο να γνωριστείς μαζί σου και εάν πριν δε σου συνέβαινε, τώρα είδες πως τα πας καλά με τον εαυτό σου και σου αρέσει ο χρόνος που περνάτε παρέα. Κράτα το αυτό. Νιώθοντας ανεξάρτητος και αυτάρκης, είσαι ένα βήμα πιο κοντά στην ισορροπία. Αυτή που τόσο μας έλειψε.
Οι προσκλήσεις βέβαια θα αυξηθούν. “Ο άνθρωπος είναι ον φύσει κοινωνικό και πολιτικό. Αυτός που μπορεί να ζήσει μακριά απ’ τις ανθρώπινες κοινωνίες είναι είτε θηρίο είτε Θεός”, μας είπε κάποτε ο Αριστοτέλης. Και Θεοί δεν είμαστε, αλλά λίγο θηρία μας έκανε η κατάσταση. Οπότε ευχαριστούμε για τις προσκλήσεις και τις θέλουμε, ναι. Αλλά ήρθε η ώρα να εξασκηθείς στο “όχι” ή στο “ίσως κάποια άλλη στιγμή”, όπου το κρίνεις απαραίτητο. Να διατηρήσεις χρόνο για να αναπνέεις. Και να θυμάσαι πως πάντα το φρένο είναι κάτω από το αριστερό σου πόδι. Ό,τι και να γίνει, όταν οι ρυθμοί και η ζωή σε ξεπερνάνε, απλώς πάτα το. Τόσο, ώστε η νέα σου ταχύτητα να σε κάνει να νιώθεις ασφαλής.