Επιστρέφεις ξαφνικά στον «έξω κόσμο» και βλέπεις ότι είναι διαφορετικός απ’ο,τι και απ’όσο τον άφησες και τον θυμόσουνα. Απ’ όταν έφυγες από αυτόν το ίδιο ξαφνικά με όσο ξαναγύρισες. Ίδιοι άνθρωποι, ίδιες καταστάσεις, ίδια λόγια, ίδια χαμόγελα, ίδια αφηρημένα βλέμματα, ίδια μαγαζιά, ίδια τραπέζια, ίδια κρεβάτια με αυτά που είχες απαρνηθεί. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές καταστάσεις, διαφορετικά λόγια, διαφορετικά χαμόγελα, διαφορετικά αφηρημένα βλέμματα, διαφορετικά μαγαζιά, διαφορετικά τραπέζια, διαφορετικά κρεββάτια από αυτά που είχες απαρνηθεί αλλά τόσο ίδια με εκείνα τα γνώριμα. Αηδιαστικά ίδια τα γνώριμα και καινούργια εγκόσμια που ήθελες να απαρνηθείς για να βρεθείς στον καθόλου ασφαλή μικρόκοσμο σου. Και τώρα που γύρισες, τώρα που σε άφησε ο μικρόκοσμος σου, θες να τα αρνηθείς ακόμα μια φορά γιατί τα θεωρείς τόσο βαρετά ίδια, τόσο ανούσια, τόσο απόκοσμα. Δεν έχει αλλάξει τίποτα αλλά τίποτα δεν είναι όπως πριν. Ίδια όλα. Παλιά και καινούργια. Μα τόσο διαφορετικά μέσα στην επανάληψη τους. Νόμιζες πως τότε κάποιος πάτησε το «pause» αλλά τελικά κάποιος πάτησε το «stop». Μπερδεύεσαι. Ποιος έχει πατήσει το «forward»; Ποιος πάτησε τόσο δυνατά το «rewind» που ξεκόλλησε το κουμπί, έπεσε στο πάτωμα και τελικά χάθηκε; Κόλλησε το κουμπί. Στο «stop» ή στο «forward»; Κόλλησε. Ποιος πήγε πίσω; Ποιος μπροστά; Ποιος έμεινε στάσιμος; Εσύ; Οι άλλοι; Ποιοι είναι αυτοί; Πάντα έτσι ήταν; Ποιος είσαι εσύ; Πάντα έτσι ήσουν; Όχι. Κατηγορηματικά όχι. Δεν ήσουν έτσι. Εσύ πήγαινες στο “fast forward”. Τώρα δεν ξέρεις πού και πώς πας. Πας. Απλά πας. Θα φτάσεις; Πού; Πώς; Πότε; Ποιος είναι αυτός ο κόσμος που απαρνήθηκες και γύρισες πίσω; Ο ίδιος κόσμος με πριν είναι. Αλλά εσύ δεν χωράς πια. Δεν αναγνωρίζεις τους ίδιους ανθρώπους, δεν νιώθεις τις ίδιες καταστάσεις, δεν ακούς τα ίδια λόγια που σου λένε, δεν λες τα ίδια λόγια που έλεγες, δεν χαμογελάς το ίδιο, το βλέμμα σου είναι περισσότερο αφηρημένο, τα μαγαζιά μοιάζουν σαν να έκαναν αναπαλαίωση, δεν χωράς να κάτσεις στα τραπέζια, δεν σε βολεύουν τα κρεββάτια για να ξαπλώνεις. Φεύγεις. «Τι έπαθες;», σε ρωτάνε. «Τίποτα, όλα καλά» τους απαντάς και φεύγεις. Μπάινεις στο ίδιο αυτοκίνητο σου που μόνο αυτό έχει παραμείνει ίδιο. Ίσως γιατί μόνο αυτό είδε πόσο άλλαξες εσύ. Κάθεσαι στην θέση του οδηγού, ανάβεις τσιγάρο και δεν ξεκινάς. Κρατάς το τιμόνι. Δεν ήσουν έτοιμος τελικά να επιστρέψεις στα εγκόσμια. Γυρνάς πίσω. Στον μικρόκοσμο σου. Που όσο κι αν άλλαξε δραματικά είναι περισσότερο γνώριμος από ποτέ. Εκεί πας. Εκεί που ανήκεις. Τα εγκόσμια μπορούν και θα περιμένουν την επιστροφή σου. Όταν.