christmastreesavoirville

– Σου αρέσουν τα Χριστούγεννα;

– Καθόλου! Τα μισώ θα έλεγα. Στο έχω ξαναπεί. Δεν το θυμάσαι;

– Το θυμάμαι, ήθελα απλά να σιγουρευτώ πως τα μισείς ακόμα όσο και εγώ. Θες να τα μισήσουμε μαζί φέτος;

– Πολύ.

Και τα μισήσαμε. Παρέα. Οι δυo μας. Μισήσαμε τα Χριστούγεννα. Μαζί. Μοιράσαμε το μίσος μας γι’ αυτά ή το πολλαπλασιάσαμε; Δεν ξέρω. Δεν θυμάμαι. Δεν κατάλαβα. Θυμάμαι οτι γυρνάγαμε οι δυο μας στην Αθήνα. Και κοροϊδεύαμε όσους γιόρταζαν τα Χριστούγεννα. Τους στολισμούς , την ψεύτικη καλοσύνη, την ανθρωπιά με ημερομηνία λήξης, την πρόσκαιρη αλληλεγγύη, τα υποκριτικά τσουγκρίσματα «στην υγειά μας», την πλάνη των ανθρώπων οτι είναι καλοί ή την αδυναμία τους να καταλάβουν ;oτι μπορεί να παραμείνουν καλοί παραπάνω από όσο μπαίνουν τα λαμπάκια στην πρίζα. Εμείς ήμασταν πάντα καλοί και πάντα αληθινοί, λέγαμε, νομίζαμε.

Έκατσα σε ένα πεζούλι να ανάψω τσιγάρο και με κορόιδεψες, « το κοριτσάκι με τα σπίρτα», είπες και γέλαγες. «Πέθανε στο τέλος», σου είπα. «Δεν το λες και παιδικό παραμύθι ε; Δεν είναι ωραίο για τα παιδιά να πεθαίνει στο τέλος το κοριτσάκι με τα σπίρτα», διαπίστωσες. «Καλύτερα να μάθουν τον θάνατο, παρά να πιστεύουν στον Άη- Βασίλη», σου απάντησα. «Δεν πίστευες ποτέ στον Άη-Βασίλη;», με ρώτησες. «Μάλλον θα πίστευα, δεν θυμάμαι, δεν έχω ρωτήσει και ποτέ τους γονείς μου. Αλλά θυμάμαι ότι μου αρκούσε που πάντα έβρισκα δώρα, μάλλον δεν με ένοιαζε από ποιον ήταν», σου απάντησα. «Τόσο υλίστρια;», ειρωνεύτηκες, «τόσο ρεαλίστρια», σε διόρθωσα. Και γελάσαμε. «Σου αρέσει που μισούμε μαζί τα Χριστούγενα;», με ρώτησες με ανυπομονησία μικρού παιδιού που περιμένει τον Άη-Βασίλη, «πάρα πολύ! Τρελαίνομαι να μισώ πράγματα μαζί σου», σου απάντησα ελπίζοντας να καταλάβεις πόσο πρέπει να αγαπάς κάποιον για να σου αρέσει να μισείς πράγματα μαζί του.

Γυρίσαμε σπίτι μου. Ανάψαμε το δέντρο και συζητούσαμε. Το πόσο «αληθινοί» είμαστε εμείς, το πόσο ανεπηρέαστοι από την ψεύτικη ευτυχία των ημερών, το πόσο ανεξάρτητοι απο αυτήν. Εμείς δεν πιστεύαμε στον Άη- Βασίλη, δεν πιστεύαμε στο θαύμα των Χριστουγέννων, δεν είχαμε ανάγκη από ψεύτικα τσουγκρίσματα. Άλλωστε εμείς τα «τσουγκρίζαμε» συχνά, ανεξαρτήτως Χριστουγέννων. Κοιμηθήκαμε μαζί. Και κάποια στιγμή μέσα στην νύχτα ξύπνησα, και σκέφτηκα πόσο ανάγκη είχαμε κι εγώ κι εσύ αυτό το «ψεύτικο», να γίνει αληθινό. Κάποια στιγμή ίσως και να πίστεψα στο θαύμα των Χριστουγέννων. Ήσουν εκεί. Μαζί μου. Μετά από πολύ καιρό. Αν υπήρχε Άη- Βασίλης, θα ζητούσα να μείνεις εκεί. Μαζί μου.

Το πρωί που ξύπνησα, είχες φύγει. Και είχες βγάλει τα λαμπάκια από την πρίζα. Τα έσβησες. Δεν υπάρχει Άη-Βασίλης. Κι αν με ρωτήσεις, ακόμα μισώ τα Χριστούγενα.