Δευτέρα πρωί. Ξύπνησε, έκανε όλα τα απαραίτητα και ξεκίνησε για την σχολή. Σκεφτόταν το χθεσινό βράδυ. Ήθελε να μείνει λίγο ακόμη σε εκείνο το μπαράκι γιατί της άρεσε ο τύπος που καθόταν απέναντι και φλερτάρανε με τα μάτια όλη τη νύχτα, όμως έπρεπε να φύγει γιατί την περίμενε μια κουραστική εβδομάδα. Μπήκε στο λεωφορείο, στριμώχτηκε μέσα στον κόσμο και την ζέστη αλλά περίμενε υπομονετικά την στάση της. Μια κυρία βαρέων βαρών την πατούσε, προσπάθησε να της το πει χωρίς αποτέλεσμα. Δεν της το ξαναείπε και το υπέμεινε γιατί έπρεπε να είναι ευγενική. Έφτασε στη σχολή και άκουσε μια διάλεξη τριών ωρών.

Βαρέθηκε αλλά έπρεπε να την ακούσει. Δεν ήταν σίγουρη γιατί αλλά έπρεπε. Μπήκε ξανά στο λεωφορείο και στριμώχτηκε μέχρι να φτάσει σπίτι. Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, τοποθέτησε τα παπούτσια της με τάξη, έβαλε να φάει και άνοιξε την τηλεόραση. Σκέφτηκε πως ήθελε να ξαπλώσει για λίγο, όμως έπρεπε να πάει σε κάτι γενέθλια. Όχι δεν ήταν κάποια κολλητή της απλά έπρεπε να πάει έστω και τυπικά. Ντύθηκε, πήρε ένα δώρο κα πήγε. Ήπιε ένα ποτό, άκουσε άτομα που δεν ήξερε να της μιλάνε σαν να γνωρίζονται για χρόνια, είπε κι εκείνη ένα- δυο αστειάκια, έτσι γιατί κάτι έπρεπε να πει, έδωσε τις ευχές της στην εορτάζουσα και έφυγε. Γύρισε σπίτι, είδε λίγο τηλεόραση και ξάπλωσε. Δεν είχε χρόνο για σκέψεις γιατί έπρεπε να κοιμηθεί, για να ξυπνήσει νωρίς.

abita

Τρίτη πρωί.  Ξύπνησε, έκανε όλα τα απαραίτητα και ξεκίνησε για την σχολή. Περίμενε στη στάση του λεωφορείου. Το λεωφορείο αργούσε πολύ και για να περάσει η ώρα άρχισε να διαβάζει ασυναίσθητα τις αγγελίες που ήταν κολλημένες στην στάση. Αναζητείται καθηγήτρια αγγλικών. Ενοικιάζεται γκαρσονιέρα. Πωλείται οροφοδιαμέρισμα. Αναζητείται babysitter. Παραδίδονται μαθήματα ιταλικών. Αναζητούνται θέλω να μου ταράξουν τα πρέπει. Πωλειτ….. .Τα μάτια της άστραψαν και γύρισαν στην προηγούμενη αγγελία. Αναζητούνται θέλω να μου ταράξουν τα πρέπει. Έμεινε εκεί απλά να το κοιτάει χωρίς να μπορεί να καταλάβει γιατί μια τέτοια έκφραση την είχε αφήσει άφωνη. Το λεωφορείο της ήρθε και πέρασε, αλλά δεν την ένοιαζε πια που το έχασε γιατί έπρεπε να καταλάβει. Αυτή την φορά δεν έπρεπε να καταλάβει. Ήθελε να καταλάβει πως επτά λέξεις την έκαναν ταυτόχρονα να απειλείται και να νιώθει αισιοδοξία.

Εκείνη την στιγμή τα πάντα γύρω της εξαφανίστηκαν και βρέθηκε σε μια αρένα που την κρατούσαν από την μια τα πρέπει και από την άλλη τα θέλω. Τα πρέπει της τράβαγαν το χέρι απειλώντας την να μην τα εγκαταλείψει και τα θέλω της πρόσφεραν το χέρι προσκαλώντας την να τα ακολουθήσει. Σαν σε λήθαργο ξύπνησε από το σκούντημα ενός κυρίου που την ρωτούσε τι ώρα είναι. Χωρίς να του απαντήσει ξεκίνησε να τρέχει προς το σπίτι της. Μέσα της ο νικητής του αγώνα είχε αρχίσει να διαφαίνεται. Μέσα της ο νικητής ήταν πλέον ξεκάθαρος. Σήμερα ήθελε να είναι ο εαυτός της και θα ήταν, χωρίς πρέπει.

Δεν πρόκειται για ένα άρθρο συμβουλών με προτεινόμενα «θέλω» και λίστες πραγμάτων για να κάνει κανείς. Όλοι μας ενδόμυχα ξέρουμε ποια είναι αυτά τα πρέπει που μέρα με την μέρα κατασπαράζουν τα θέλω μας. Τα θέλω του καθενός είναι διαφορετικά, όμως βρίσκονται μέσα μας και άθελά μας τα θάβουμε καθημερινά, θυσιάζοντάς τα στο βωμό των πρέπει. Εσύ σήμερα ποιο θέλω σου θυσίασες; Οποίο και να είναι αυτό, δεν είναι ποτέ αργά για να το επαναφέρεις στη ζωή.