Στη σφαίρα της εμμηνορροϊκής υγείας, παραμονεύει μια σχετικά άγνωστη, αλλά και επιδραστική διαταραχή της διάθεσης: Η προεμμηνορροϊκή δυσφορική διαταραχή (PMDD). Πρόκειται για μια πάθηση που επηρεάζει το 3 – 8% των γυναικών με έμμηνο ρύση και εκδηλώνεται με τη μορφή σοβαρών διακυμάνσεων της διάθεσης, που συνδέονται με τον εμμηνορροϊκό κύκλο, οδηγώντας συχνά σε ακραία συναισθηματική δυσφορία. Έχει διαπιστωθεί ότι περίπου το 1/3 των ατόμων με PMDD έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν και πάνω από το 70% αντιμετωπίζει σταθερά αυτοκτονικές τάσεις.
Η ιστορία της Tanya, που αφηγείται άρθρο του TIME, είναι ένα συγκλονιστικό παράδειγμα του αγώνα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι. Από τα εφηβικά της χρόνια, πάλευε με έντονες κρίσεις θυμού και κατάθλιψης, κάτι που επηρέασε σημαντικά τη ζωή της. Ωστόσο, η βαθύτερη αιτία παρέμενε ένα μυστήριο, αφήνοντάς την να αισθάνεται απομονωμένη και απελπισμένη. Σε μια στιγμή απελπισίας και μετά από προσωπική προσπάθεια, ανακάλυψε το PMDD, που μπόρεσε να εξηγήσει πολλά από τα γεγονότα της ζωής της.
Ο αντίκτυπος της PMDD είναι βαθύς και συχνά υποτιμάται. Η διαταραχή μπορεί να οδηγήσει σε εξουθενωτικές εναλλαγές της διάθεσης και η έρευνα δείχνει μια ισχυρή σχέση μεταξύ PMDD και τάσεων αυτοκτονίας. Παρά τη σοβαρότητά της, η PMDD παραμένει ευρέως άγνωστη, ακόμη και μεταξύ των επαγγελματιών υγείας. Μια έρευνα του 2022 ανέδειξε αυτό το κενό, αποκαλύπτοντας ότι ένας σημαντικός αριθμός γενικών ιατρών και παρόχων υπηρεσιών ψυχικής υγείας δεν γνωρίζει την PMDD και άλλες προεμμηνορροϊκές διαταραχές.
Ιστορικά, ο εμμηνορροϊκός κύκλος έχει λάβει ελάχιστη προσοχή στην ιατρική έρευνα. Οι πρώτες συζητήσεις για την PMDD εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1930, αλλά μόλις τη δεκαετία του 1980 η διαταραχή απέκτησε σημαντική προσοχή. Αυτή η αύξηση της ευαισθητοποίησης οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις προσπάθειες της Βρετανίδας ιατρού, δρ. Katrina Dalton.
H δρ. Dalton ήταν η πρώτη που έκανε λόγο για το προεμμηνορροϊκό σύνδρομο (PMS). Το 1984, ο ψυχίατρος Robert Spitzer πρότεινε να προστεθεί στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM), που χρησιμοποιούν οι γιατροί για τη διάγνωση των προβλημάτων ψυχικής υγείας. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι η ιατρική κοινότητα το αναγνώριζε ως επίσημη διαταραχή, που μπορούσε να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί.
Παρά την προβολή, η σύγχυση μεταξύ της PMDD (σοβαρές, εξουθενωτικές εναλλαγές της διάθεσης) και του ηπιότερου αντίστοιχου PMS (κακοκεφιά και ευερεθιστότητα), θόλωσε την κατανόηση του κοινού. Στην πραγματικότητα, μόνο λίγοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν σοβαρά συμπτώματα, αλλά έως και το 90% των ανθρώπων έχουν ήπια συμπτώματα πριν από την περίοδό τους.
Αυτός ο συγχρωτισμός οδήγησε σε ένα κύμα σεξιστικών στερεοτύπων, ευτελίζοντας τις εμπειρίες των γυναικών και επιδεινώνοντας τις προκαταλήψεις φύλου. Τα φεμινιστικά κινήματα στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, εν μέσω του αγώνα τους για την ισότητα των φύλων, θεώρησαν την ενδεχόμενη συμπερίληψη του PMDD στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM) ως ένα βήμα προς τα πίσω, φοβούμενοι ότι θα χαρακτήριζε την έμμηνο ρύση ως ψυχική ασθένεια και θα υπονόμευε τα δικαιώματα των γυναικών.
Η διαμάχη γύρω από την PMDD τροφοδοτήθηκε περαιτέρω από τα φαρμακευτικά συμφέροντα. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μια φαρμακευτική εταιρεία προώθησε ένα αντικαταθλιπτικό χάπι ως λύση στα συμπτώματα της PMDD, προκαλώντας κατηγορίες για εμπορευματοποίηση και υπεραπλούστευση των θεμάτων υγείας των γυναικών. Οι σχετικές διαφημίσεις, μάλιστα, δεν έκαναν διάκριση μεταξύ PMDD και PMS. Αντίθετα, υπονοούσαν ότι κάθε σημάδι ευερεθιστότητας στις γυναίκες θα πρέπει να αντιμετωπίζεται.
Παρά τις προκλήσεις, η PMDD αναγνωρίστηκε τελικά ως ψυχική διαταραχή το 2013, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη συζήτηση. Τα πραγματικά θύματα αυτής της καθυστέρησης ήταν οι άνθρωποι που υποφέρουν από PMDD και πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς μια σαφή διάγνωση και χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν τα συμπτώματά τους. Σύμφωνα με την δρ. Tory Eisenlohr-Moul, ερευνήτρια της προεμμηνορροϊκής διαταραχής της διάθεσης στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, η αντίδραση γύρω από την PMDD πήγε την περίθαλψη 10-15 χρόνια πίσω.
Σήμερα, χιλιάδες άνθρωποι εξακολουθούν να υποφέρουν, επειδή δεν γνωρίζουν ότι έχουν PMDD. Η διάγνωση της PMDD άλλαξε τη ζωή της Tanya. Αν και επέλεξε να μη λάβει φαρμακευτική αγωγή, η διάγνωση και μόνο τη βοήθησε να κατανοήσει τις κρίσεις της και να εξηγήσει τι συνέβαινε στην οικογένεια και τους φίλους της. Αποφάσισε να εκπαιδευτεί στην ψυχοθεραπεία, ώστε να μπορεί να βοηθήσει κι άλλους ανθρώπους να κατανοήσουν την PMDD. «Θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους να διαχειριστούν αυτό το πρόβλημα», λέει χαρακτηριστικά.
Η ιστορία της Tanya υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη για ευρύτερη ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση σχετικά με τις διαταραχές υγείας της εμμήνου ρύσεως. Είναι αναγκαίο να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της ιατρικής γνώσης και των κοινωνικών αντιλήψεων, διασφαλίζοντας ότι όσοι πλήττονται από καταστάσεις όπως η PMDD λαμβάνουν την κατανόηση και τη φροντίδα που τους αξίζει.