Ήταν το προηγούμενο καλοκαίρι. Κάποιες μέρες μετά την ανακοίνωση των κάπιταλ κοντρόλς και μερικές μέρες πριν το δημοψήφισμα. Ντάλα ήλιος, φρικτή ζέστη, και μια γενικότερη άπνοια στην ατμόσφαιρα και λόγω του καιρού και λόγω της γενικότερης κατάστασης που επικρατούσε. Η Αθήνα στα πιο περίεργα της λόγω της αβεβαιότητας και του φόβου και για την συγκεκριμένη μέρα και ώρα – ήταν πρωινό Δευτέρας- πιο γεμάτη από ποτέ μιας και αρκετοί όχι μόνο είχαν ακυρώσει τις διακοπές τους, αλλά και αρκετοί είχαν ακυρωθεί από τις δουλειές τους με εκείνο το “καταλαβαίνετε πώς έχουν τα πράγματα, δεν κινείται τίποτα, για λίγες μέρες θα χρειαστεί να μην έρθετε στην δουλειά. Θα δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα και θα σας ενημερώσουμε”.
Κόσμος πολύς. Στους δρόμους, στις καφετέριες, να αγωνιά, να φοβάται, να ελπίζει, να συζητά τα τεκταινόμενα, τα πιθανά, τα απίθανα. Να συνεχίζει την μέρα του, την ζωή του, την ελπίδα του κάτω από αυτόν τον ήλιο που όσο και να φώτιζε και να χάριζε μια αισιοδοξία δεν έπαυε να καίει και να χαρίζει μια ταλαιπωρία παραπάνω.
Έφτασα στην δουλειά μου το ίδιο προβληματισμένη με όλους τους ανθρώπους που προσπέρασα για να φτάσω. Άνοιξα το μαγαζί, άνοιξα το ερκοντισχιον και άνοιξα και το ίντερνετ να ενημερωθώ. Μετά από λίγο το έκλεισα. Το Ίντερνετ, όχι το μαγαζί, ούτε το ίντερνετ. Υπερπαραπληροφόρηση, υπέρτρομολαγνεία, υπερπροπαγάνδα και από την μεριά του “ναι” και από την μεριά του “όχι”, που το μόνο που μπορούσε να προσφέρει όλο αυτό ήταν μια ρυτίδα “συννεφιάσματος” και σκέψης ανάμεσα στα φρύδια παρά μια “ακτίνα” αισιοδοξίας.
– Γκουντμόρνινγκ, είπε μια αισιόδοξη φωνή και διέκοψε τις “μαύρες” σκέψεις μου. – καλημέρα, προσπάθησα να πω αισιόδοξα κι εγώ. – μπορώ να καθήσω στο μπαρ; – βεβαίως όπου θέλετε, τι θα πιείτε; – ένα φρέντο εσπρέσο σκέτο παρακαλώ. – βεβαίως, είπα στον χαμογελαστό εκεί γύρω στα σαράντα πέντε κύριο. – πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Με ρώτησε όσο ετοίμαζα τον καφέ του. – δύσκολα. Μάλλον, του απάντησα λίγο απελπισμένα, λίγο απρόθυμα καθώς είχα κουραστεί να κάνω κάθε μέρα την ίδια συζήτηση με γνωστούς και αγνώστους. – δεν έχεις και πολύ όρεξη για κουβέντα ε; Είπε χαμογελώντας σαν να διάβασε την σκέψη μου. – όχι, όχι δεν είναι αυτό, είναι που κανονικά θα έπρεπε τώρα εσείς να με ρωτήσετε ποιό νησί σας προτείνω να επισκεφτείτε για τις διακοπές σας κι εγώ να σας πω διακόσια νησιά. Μετά εσείς θα έπρεπε να με ρωτήσετε ποιούς αρχαιολογικούς χώρους να επισκεφτείτε και αφού τελειώνατε τον καφέ σας να μου ζητούσατε να σας κάνω το πιο ωραίο κοκτέιλ του καταλόγους μας, είπα και χαμογέλασα γλυκόπικρα. – έχεις δίκιο. “Κανονικά” είπες, αλλά και αυτό που γίνεται τώρα και σε ρωτάω την γνώμη σου για αυτό, “κανονικό” δεν είναι; – κανονικό είναι, δίκιο έχετε. Αλλά να, είναι άξαφνο. Μας βρήκε όλο αυτό απροετοίμαστους. Όχι ότι δεν θα έπρεπε να το περιμένουμε, αλλά δεν ξέρουμε πώς να το χειριστούμε. – δεν σας φοβάμαι εσάς τους Έλληνες. Πάντα τα καταφέρνατε. Αποδεδειγμένο αυτό. – έτσι έχει δείξει η μυθολογία! – και η ιστορία σας όμως! Έχεις χιούμορ, ή προσπαθείς να έχεις για να μην έχεις φόβο. – έτσι δεν γίνεται πάντα; Δεν προσπαθούμε να αστειευτούμε με όσα μας φοβίζουν; – και χιούμορ και έξυπνη. Τι έχεις σπουδάσει; – και γιατί να πρέπει να έχω σπουδάσει; Δεν θα μπορούσα να μην έχω σπουδάσει; – και χιούμορ, και έξυπνη, και λίγο “εριστική”. Όπως ακριβώς σας περιγράφουν τους Έλληνες! – δεν ρώτησα “εριστικά”, ρώτησα το αυτονόητο όμως. Γιατί να πρέπει να έχω σπουδάσει; – κι εγώ το αυτονόητο ρώτησα. Γιατί όπου και να έχω πάει στην Ελλάδα να πιω καφέ, ποτό, να φάω, να ψωνίσω, αν όχι όλοι σίγουρα οι περισσότεροι κάτι έχουν σπουδάσει όσο και αν δεν κάνουν αυτό που έχουν σπουδάσει. – όπως ακριβώς μας περιγράφουν τους Έλληνες, σωστά; – σωστά! – ψυχολογία έχω σπουδάσει. – ψυχολογιά! Ενδιαφέρον. Εγώ είμαι οικονομολόγος, και είμαι από την Αυστραλία. – τέλεια. Μια ψυχολόγος και ένας οικονομολόγος! Θα μπορούσαμε να λύσουμε το πρόβλημα της Ελλάδας λοιπόν. – θα μπορούσαμε ναι. Αλλά δεν ειμαστε η κυβέρνηση όμως. – αλλά ψηφίζουμε τις κυβερνήσεις όμως. – εγώ ευτυχώς σε μερικά χρόνια θα μπορώ να ψηφίζω στην και για την Ελλάδα. Και πίστεψε με το θέλω πολύ. Δεν θέλω να είμαι πια Αυστραλός. Δεν φερόμαστε ωραία ούτε στους ανθρώπους, ούτε στο περιβάλλον. – και θεωρείτε ότι εμείς οι Έλληνες φερόμαστε ωραία στους ανθρώπους και στο περιβάλλον; – ίσως ωραιότερα απο εμάς. Είμαι αρκετά χρόνια στην Ελλάδα για να έχω εντυπωσιαστεί από τα καλά και απο τα κακά σας. Με τα λίγα ελληνικά που ξέρω, ακούω τους ανθρώπους να λένε τώρα που συμβαίνει αυτό με τα κάπιταλ κοντρόλς “αν δεν έχεις εσύ, έχω εγώ”. – ε ναι, πάντα το λέγαμε και το λέμε αυτό. – και το θεωρείς λίγο αυτό; Και δεν το θεωρείς έστω ένα μικρό δείγμα του ότι φέρεστε ωραία στους ανθρώπους; Ψυχολόγος είσαι! – ναι, αν το πάρουμε απο αυτήν την άποψη έχετε δίκιο. Είναι ανακουφιστικό να ακούς και να ξέρεις πως όταν δεν έχεις εσύ έχει κάποιος άλλος να σου δώσει. Ό,τι και αν είναι αυτό. – είδες; Και εσύ αυτό το θεωρείς δεδομένο, γιατί έτσι μεγάλωσες, έτσι έμαθες, αυτό κάνεις και αυτό κάνετε. Όταν δεν έχει ο ένας έχει ο άλλος. Και είναι σημαντικό αυτό μέσα σε όλο αυτό που ζείτε τώρα. Έχετε ο ένας τον άλλο. – ή θα έπρεπε να τον έχουμε. Τι να το κάνω αν κάποιος θα μου πληρώσει τον καφέ όταν – τα βλέπετε και τα ακούτε κι εσείς- μαλωνούν οικογένειες και φίλοι σχετικά με το αν θα κατάφερει κάτι η κυβέρνηση, και σχετικά με το αν θα ψηφίσουν “ναι” ή “όχι”. Το θέμα είναι να έχουμε ο ένας τον άλλο. – και θα τον έχετε. Όσο κι αν μαλώνετε πάντα στα δύσκολα είστε μαζί. Μιλάτε δυνατά, γελάτε δυνατά, τσακώνεστε δυνατά, διαφωνείτε δυνατά, όλα δυνατά τα κάνετε, όλα φανερά. Κι όσο κι αν διαφωνείτε, όσο κι αν μαλώνετε, -πόσο μάλλον τώρα που δεν ξέρετε τι θα γίνει-, όταν θα ξέρετε τι θα γίνει δυνατά θα έχετε ο ένας τον άλλο. – ρομαντική σκέψη. – μα σας έχω δει. Όσο και να θεωρείτε κάποιον “εχθρό” δεν θα αδιαφορήσετε για αυτόν στην ανάγκη, θα τον βοηθήσετε. Και όταν καταλάβετε πως ο εχθρός είναι άλλος θα συσπειρωθείτε για να τον αντιμετώπισετε. – θέλει προσπάθεια αυτό που λέτε. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα “εχθρό” βλέπουμε τον διπλανό μας. – ξέρετε όμως πως δεν είναι. Κατά βάθος ξέρετε πως ο εχθρός είναι άλλος. Πως δεν είναι αυτός που έχει άλλη άποψη απο την δική σας, αλλά αυτός που θέλει όσα έχετε. – τον ήλιο και τα νησιά; – μην το κοροϊδεύεις. Και μην θεωρείς πως το αυτονόητο το δικό σου για κάποιον άλλο δεν είναι το παν, ή κάτι που ζηλεύει και επιθυμεί. Εσύ μπορείς να σχολάσεις και σε μισή μια ώρα να είσαι στην θάλασσα. Εσύ έχεις δώδεκα μήνες ήλιο και δέκα μήνες καλοκαίρι. Κοίτα τον χάρτη και δες πού είσαι, και να ξέρεις ότι όπως κοιτάς τον χάρτη αριστερά σου όλοι αυτοί δουλεύουν για να χαρούν έστω για τρεις βδομάδες αυτό που χαίρεσαι εσύ όλο τον χρόνο. Και πίστεψε με, δεν τους αρέσει αυτό. – έχετε δίκιο. Αλλά δεν αρκεί ο ήλιος και η θάλασσα για να ζήσεις. Χρειάζονται κι άλλα πράγματα, χρήματα, αξιοπρέπεια, ανθρωπιά, κι εγώ βλέπω πως αυτά μας τα στερούν και οι δικοί μας πολιτικοί και οι πολιτικοί όπως κοιτάω τον χάρτη αριστερά. Πολλά χρόνια τώρα. – χρειάζονται όλα αυτά ναι. Αλλά χρειάζεται και αισιοδοξία. Και έχετε. Κι αν δεν έχει κάποιος, θα έχει κάποιος άλλος που θα του δώσει. Αξιοπρέπεια έχετε. Δεν κλαίγεστε. Μιλάτε, ζητάτε, περήφανα, διεκδικείτε, αγωνίζεστε. Με σωστό ή λάθος τρόπο αυτό κάνετε κι εσείς και οι κυβερνήσεις σας. – το θέμα είναι να βρούμε τον σωστό τρόπο. Και να μας αφήσουν να βρούμε τον σωστό τρόπο. – δεν ξέρω πώς αλλά θα τον βρείτε τον σωστό τρόπο. Κι αν ακόμα δεν τον βρείτε χαμένοι δεν θα βγείτε. – έχουμε περάσει και χειρότερα ε; – και τα καταφέρατε. Γιατί όσο και να έχετε αρνητικά, έχετε και ένα πολύ καλό. Την ανθρωπιά σας. Και να σου πω τι παρατηρώ και σκέφτομαι; Οτι αυτό που κάνεις όση ώρα μιλάμε, στην Αυστραλία θα ήταν αιτία απόλυσης. – ποιο δηλαδή; – έχεις αφήσει την δουλειά σου και μου μιλάς. Στην Αυστραλία αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου θα έπρεπε παράλληλα να κάνεις και κάτι άλλο. Να καθαρίζεις τα ποτήρια, τα ράφια, κάτι. – να “δικαιολογώ δηλαδή τον μισθό μου”; Το “παραγωγικό οχτάωρο” που λέμε; – ακριβώς! – μα αν έκανα κάτι άλλο παράλληλα, αν καθάριζα τα ποτήρια ή τα ράφια πώς θα σας έδινα προσοχή; Πώς θα σας κοίταζα στα μάτια ενώ μιλάμε; – αυτό ακριβώς σου λέω. Αυτό έχετε εσείς που δεν έχουν οι άλλοι, και δεν το καταλαβαίνουν, και το ζηλέυουνε ίσως ή το υποτιμάνε. Την ανθρωπιά. Κοιτάτε τον άνθρωπο. “Πώς θα σας κοίταζα στα μάτια ενώ μιλάμε”, θα το θυμάμαι αυτό για πάντα. Και να το θυμάσαι κι εσύ. Κι όλα θα πάνε καλά.
Πλήρωσε τον καφέ του κι έφυγε.
Έμεινα να κοιτάω την πόρτα και να σκέφτομαι όσα είπαμε. Και να βλέπω μέσα από τα μάτια του πώς μπορεί να μας βλέπουν οι άλλοι. Και τι μπορεί να είμαστε και να έχουμε και να το έχουμε ξεχάσει, ή να το θεωρούμε δεδομένο. Χτυπησε το τηλέφωνο. – έλα – έλα – πάμε για μπάνιο όταν σχολάσεις; – δεν έχω βενζίνη – έχω εγώ.
Πήγαμε
Photo by rocio montoya