“Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω”…
Ήμουν εκεί στο δημοτικό όταν πρωτοάκουσα αυτή τη φράση και πολύ λυπήθηκα για τη γυναίκα του Λωτ που γύρισε να κοιτάξει πίσω τα Σόδομα που εγκατέλειπε και έμεινε στήλη άλατος. Θυμάμαι ότι ξάπλωσα να κοιμηθώ, έχοντας στο μυαλό μου τη φράση αυτή. Δεν καταλάβαινα γιατί να μην κοιτάξει πίσω κάποιος που φεύγει και να τιμωρηθεί κιόλας γι’ αυτό. Τι κακό μπορούσε να συμβεί; Και γιατί να κοιτάξει πίσω κάποιος που φεύγει; Να δει μήπως ξέχασε τίποτα;
Οι άνθρωποι γενικά φεύγουν. Φεύγουν από το χέρι της μαμάς και του μπαμπά, φεύγουν από το σπίτι, φεύγουν από το σχολείο, φεύγουν από τη δουλειά, φεύγουν από τις διακοπές, από τη χώρα τους, φεύγουν από τη ζωή.
Φεύγουν. Γιατί θέλουν να φύγουν ή γιατί κάποιος άλλος τους ζητάει να φύγουν.
Φεύγουν. Κατόπιν ωρίμου σκέψεως, κατόπιν καμίας σκέψεως. Φεύγουν από ανάγκη, από ορμή, από ένστικτο. Φεύγουν γιατί θέλουν. Φεύγουν γιατί δεν θέλουν. Φεύγουν γιατί μπορούν. Φεύγουν γιατί δεν μπορούν. Γιατί θέλουν να σταθούν στα πόδια τους, γιατί δεν αντέχουν, γιατί τελείωσε ο χρόνος τους.
Φεύγουν. Και λένε “αντίο”. Και λένε “στο επανιδείν”. Και δεν λένε τίποτα.
Φεύγουν. Για να γυρίσουν. Για να μη γυρίσουν. Για να δουν γιατί έφυγαν. Για να πάνε αλλού, για να πάνε μπροστά, για να γυρίσουν πίσω.
Φεύγουν. Κι ας μην ξέρουν πού πάνε. Φεύγουν γιατί ξέρουν από πού έφυγαν. Και γιατί έφυγαν. Φεύγουν και ξεχνάνε. Φεύγουν και θυμούνται. Φεύγουν και μεγαλώνουν. Και ξεχνάνε.
Δεν ξέρουν πού πάνε. Ξέρουν μόνο ότι φεύγουν. Αυτός που δεν ξέρει πού πηγαίνει, πηγαίνει γρήγορα, ίσως όχι για να φτάσει γρήγορα, αλλά για να φύγει γρήγορα. Αυτός που ξέρει πού πηγαίνει, πηγαίνει αργά, γιατί ξέρει ποιος και τι τον περιμένει.
Οι άνθρωποι φεύγουν. Κι όσο και να μην κοιτάνε πίσω, κάποια στιγμή το πίσω έρχεται μπροστά τους για να τους θυμίσει γιατί και από πού έφυγαν. Και τότε έχουν δύο επιλογές, ή να μείνουν στήλες άλατος ακίνητοι στο πίσω, ή να φύγουν παίρνοντας μαζί ό,τι άφησαν πίσω.