Ξέρεις στην ζωή μας όλοι κουβαλάμε φορτία.
Δεν έχει σημασία αν είναι μικρά ή μεγάλα.
Άλλωστε κάτι που για εμάς μπορεί να είναι μεγάλο για κάποιον άλλο μπορεί να είναι μικρό.
Και το αντίστροφο.
Δεν έχει σημασία αν τα φορτωθήκαμε μόνοι μας ή αν μας τα φόρτωσε κάποιος άλλος.
Άλλωστε καμιά φορά δεν είναι σαφές το πώς φορτώθηκε ένα φορτίο. Ποιος το έβαλε εκεί. Ποιος το έβαλε πάνω μας. Μέσα μας.
Σημασία έχει ότι κουβαλάμε φορτία. Που πολλές φορές μας κουράζουν, μας “κόβουν” την μέση, μας “κόβουν” τα χέρια, τα “πόδια” από το βάρος τους και μας σταματάνε. Μας κάνουν να λυγίζουμε, να καθόμαστε στην άκρη ενός δρόμου για να πάρουμε μια ανάσα, να ξεκουραστούμε, να ξαποστάσουμε. Κι αν είμαστε τυχεροί να ξανασυνεχίσουμε. Κι αν δεν είμαστε τυχεροί να μείνουμε σταματημένοι εκεί στην γωνιά του δρόμου ακινητοποιημένοι από το βάρος των φορτίων που κουβαλάμε και αφήσαμε για λίγο κάτω, για λίγο στην άκρη και τα παρατηρούμε. Και όσο κι αν είναι κάτω, όσο κι αν είναι στην άκρη ξέρουμε πως είναι δικά μας, ξέρουμε πως μας βαραίνουν, πως μας κουράζουν, πως μας κόβουν την πορεία, την μέση, τα χέρια, τα πόδια, την ζωή. Και μένουμε να τα κοιτάμε ακινητοποιημένοι πιστεύοντας πως δεν μπορούμε να τα ξανασηκώσουμε και να συνεχίσουμε την πορεία μας. Μαζί τους. Με αυτά τα φορτία πάνω μας. Μέσα μας.
Κάποιες φορές μπορεί να αφήσουμε τα φορτία αυτά εκεί στην άκρη του δρόμου περιμένοντας κάποιος να τα πετάξει. Κάποιες άλλες φορές μπορεί να αφήσουμε τα φορτία αυτά εκεί στην άκρη του δρόμου περιμένοντας να τα πετάξει κάποιος άλλος.
Και κάποιες άλλες φορές, μπορεί να μείνουμε εκεί στην άκρη του δρόμου μαζί με τα φορτία μας περιμένοντας.
Μπορεί να μην ξέρουμε τι περιμένουμε.
Θα ξέρουμε όμως πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε.
Και ξέρουμε πως δεν μπορούμε να τε πετάξουμε.
Μαζί με αυτά μάθαμε να περπατάμε, κι όσο και να μας ανακόπτουν την πορεία δεν μπορούμε να τα πετάξουμε. Γιατί αυτά μάθαμε να έχουμε. Πώς να ξέρουμε πώς να περπατάμε χωρίς αυτά; Και πώς να πιστέψουμε πως μπορούμε να τα πετάξουμε; Και περνάνε άνθρωποι και μας βλέπουν εκεί, στην άκρη ενός δρόμου να στεκόμαστε ακίνητοι, να σερνόμαστε, σκυμμένοι, με όλο το βάρος των φορτίων πάνω μας. Μέσα μας.
Και περνάνε άνθρωποι και μας βλέπουν εκεί, στην άκρη ενός δρόμου να στεκόμαστε με τα σημάδια που μας έχουν αφήσει τα φορτία. Πάνω μας. Μέσα μας.
Κι οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν γιατί στεκόμαστε ακίνητοι, γιατί μένουμε ακινητοποιημένοι. Γιατί έχουμε σημάδια.
Και προσπερνάνε. Κι εμείς θυμώνουμε με τους ανθρώπους που μας προσπερνούν.
Θυμώνουμε με τους ανθρώπους που μας αφήνουν εκεί σε μια άκρη ενός δρόμου.
Μα οι άνθρωποι δεν ξέρουν.
Και δεν θα μάθουν αν δεν τους πούμε.
“Αυτό είναι το φορτίο μου. Και με κουράζει απίστευτα. Με έχει βαρύνει τόσο πολύ που δεν έχω πια δύναμη να το σηκώσω και να συνεχίσω. Γιατί ακόμα κι όταν συνεχίζω με το φορτίο αυτό στην πλάτη και ξεχνάω πως το κουβαλάω, κάτι θα γίνει και θα το θυμηθώ. Και πάλι θα μου κόψει την πορεία. Πάλι δεν θα μπορέσω να συνεχίσω. Πάλι θα με πλακώσει το βάρος του. Δεν ξέρω αν μου το φόρτωσαν ή αν το φορτώθηκα. Ξέρω πως είναι δικό μου. Ξέρω πως με βαραίνει και πως με κάνει να μην μπορώ ή να δυσκολεύομαι να περπατήσω για να φτάσω εκεί που θέλω. Θες να ακούσεις ποιο είναι το φορτίο μου; Μπορείς; Αντέχεις; Θες, μπορείς να με βοηθήσεις να το σηκώσω; Αντέχεις; Γιατί εγώ δεν μπορώ να το σηκώσω πλέον χωρίς βοήθεια.”, μπορούμε να ρωτήσουμε τους ανθρώπους που περνάνε και μας κοιτάνε.
Καποιοι θα φύγουν. Θα συνεχίσουν την πορεία τους γιατί δεν θα θέλουν, δεν θα μπορούν να μας βοηθήσουν να μεταφέρουμε το φορτίο μας. Ίσως γιατί και αυτοί θα έχουν τα δικά τους φορτία. Ίσως γιατί μπορεί να νομίζουν πως θέλουμε να τους φορτώσουμε το φορτίο μας.
Κάποιοι άλλοι θα μείνουν. Και θα μας βοηθήσουν να σηκωθούμε, να σηκώσουμε το φορτίο μας, να συνεχίσουμε μαζί με εκείνους, και μαζί με το φορτίο μας. Ίσως να έχουν και εκείνοι τα δικά τους φορτία, πιο μεγάλα ή πιο μικρά. Ίσως να έχουν μάθει να αντέχουν το βάρος των φορτίων ή να το διαχειρίζονται καλύτερα. Ίσως να μην φοβούνται πως θα τους φορτώσουμε το βάρος των δικών μας φορτίων γιατί θα ξέρουν κι εκείνοι όπως και εμείς ότι δεν θέλουμε να τους φορτώσουμε το βάρος των φορτίων μας, αλλά θέλουμε κάποιον να μας βοηθήσει να τα κουβαλήσουμε μέχρι να καταφέρουμε να τα πετάξουμε. Μόνοι μας.