Στην εφηβεία ανυπομονούμε να φτάσουμε στα 18 για να αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας, την ελευθερία μας. Και ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι στην πραγματικότητα μετά τα 18 μόνο ανεξάρτητοι δεν είμαστε.
Η φοιτητική ζωή έχει τη γοητεία της, δεν αντιλέγω. Αλλά οι απαιτήσεις της δεκαετίας των 20 είναι πολλές. Πολύπλευρες θα τις χαρακτήριζα για την ακρίβεια. Γιατί τα μέτωπα είναι τόσα πολλά που δεν ξέρεις που να στραφείς. Σε συνδυασμό με όλες αυτές τις απαιτήσεις που γεννιούνται όταν ξαφνικά ενηλικιώνεσαι, ξεπετάγονται και κάποια μικρά ύπουλα τερατάκια, που σε ανύποπτο χρόνο σου ροκανίζουν σιγά σιγά την ψυχή, αν δεν είσαι σε θέση να τα αντιμετωπίσεις.
Τα τερατάκια λοιπόν αυτά είναι οι φοβίες μας, κάθε είδους δεν αδικώ καμία. Γιατί όλες σε μια ευάλωτη στιγμή μας, παίρνουν τον έλεγχο και αναπτύσσουν ιλιγγιώδη ταχύτητα χωρίς να ξέρεις ποιο θα είναι το σημείο πρόσκρουσης αλλά ούτε και το τραγικό αποτέλεσμα. Και αναφέρομαι σε τραγικό αποτέλεσμα γιατί αν δεν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις φοβίες, η ζωή μας κινδυνεύει να περιοριστεί, χωρίς να καταλάβουμε καν πως φτάσαμε εκεί. Κάθε φορά που υποχωρούμε μπροστά σε έναν φόβο, ίσως χάνουμε κάτι πολύτιμο – μια εμπειρία, μια ευκαιρία, έναν άνθρωπο.
Προσωπικά οι φοβίες με έχουν κρατήσει πολλές φορές πίσω. Με έχουν κάνει να χάσω στιγμές, σχέσεις, εμπειρίες.
Και ανάμεσα σε αυτές τις ύπουλες φοβίες, ξεχωρίζει μια που με συντροφεύει εδώ και χρόνια – το κοινωνικό άγχος. Το κοινωνικό άγχος δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα αμηχανίας ή νευρικότητας. Είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός που σε παραλύει. Μια φωνή που σου ψιθυρίζει συνεχώς πως οι άλλοι σε κρίνουν, σε παρατηρούν, περιμένουν να κάνεις λάθος. Σε κάνει να αποσύρεσαι. Να κλείνεσαι. Να αποφεύγεις. Και όσο πιο πολύ αποφεύγεις, τόσο πιο μόνος νιώθεις.
Στη δική μου περίπτωση, το κοινωνικό άγχος έχει ποικίλες εκφάνσεις. Εκδηλώνεται αρχικά με ένα ελαφρύ τρέμουλο, ταχυκαρδία και φυσικά ένα όμορφο ροζ χρώμα στα μαγουλά μου. Έχετε παρατηρήσει μικρά χαριτωμένα μωράκια που ενώ παίζουν ανέμελα κάτω από τον ήλιο, τα μαγουλάκια τους κοκκινίζουν από τη ζέστη; Ε φανταστείτε ένα όχι τόσο μικρό και χαριτωμένο πλάσμα, σε κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας, με κατακόκκινα μάγουλα κάθε φορά που εκφράζει τη γνώμη του.
Μαζί με το άγχος εντείνεται αναπόφευκτα και η αίσθηση της μοναξιάς. Νιώθεις πως κανείς δεν μπορεί να σε καταλάβει. Πως είσαι μόνος με τις σκέψεις σου, παγιδευμένος σε ένα σώμα που δεν σου επιτρέπει να ζήσεις ελεύθερα. Η ζωή σου φαίνεται να περνάει μπροστά από τα μάτια σου και εσύ απλά στέκεσαι, σαν θεατής, αδύναμος να αντιδράσεις.
Κάθε φορά που προετοιμάζεσαι για μία κοινωνική συνθήκη, για μία συζήτηση, για μία νέα γνωριμία, η αίσθηση του φόβου σε κατακλύζει. Αισθάνεσαι ότι υπάρχει κάπου ένα αόρατο χέρι που κάθε φορά σε σταματάει.
Για να είμαι ειλικρινής τα τερατάκια αυτά δεν εξαφανίζονται εν μία νυκτί. Με το πέρασμα του χρόνου μαθαίνεις να τα αναγνωρίζεις. Να τα ακούς χωρίς όμως να τους επιτρέπεις να πάρουν τον απόλυτο έλεγχο. Είναι μία εσωτερική δουλειά. Μια αργή, επίπονη, αλλά λυτρωτική διαδικασία. Η αναγνώριση όμως ότι ο φόβος δεν είναι πάντα πραγματικός, ότι η αποδοχή από τους άλλους δεν είναι πάντα το κλειδί για την ευτυχία, είναι το πρώτο βήμα για να ανακτήσεις τη δύναμή σου.
Τον τελευταίο χρόνο, κόντρα σε όλα αυτά τα τερατάκια, έχω καταφέρει να μειώσω κατά πολύ την αγωνία και το άγχος πριν και κατά τη διάρκεια μιας κοινωνικής συναναστροφής. Έχω καταφέρει να υπάρξω πιο τολμηρή στο να εκφράζω τη γνώμη μου και προσπαθώ να πατάω πιο γερά στα πόδια μου. Όχι πάντα με επιτυχία, αλλά και μόνο το γεγονός ότι καταφέρνω δειλά δειλά να βγω από τη ζώνη ασφαλείας μου, είναι για μένα τεράστια πρόοδος.
Μία φιλική συμβουλή: να σας επιβραβεύετε έστω και για την πιο μικρή νίκη. Να σας αγαπάτε ακόμη και αν κάποιες φορές επιλέγετε να μείνετε εκεί που νιώθετε περισσότερο ασφαλείς. Γιατί ίσως τελικά, η ενηλικίωση να σημαίνει ακριβώς αυτό: να μαθαίνεις να ζεις με τα τερατάκια σου, χωρίς να τους δίνεις το τιμόνι.
Κ. Κουτρουμπή