Είχα ακούσει πολλές φορές τη θεωρία που θέλει τους ανθρώπους να ζουν μίζερα, μηχανικά, σαν κουρδισμένα ρομποτάκια, με ρυθμίσεις που τους επιτρέπουν να πηγαίνουν από το γραφείο στο σπίτι, να βρίζουν στην κίνηση, να κορνάρουν, να σηκώνουν το χέρι με αγένεια, να αδιαφορούν, να μισούν, να κουτσομπολεύουν, να ζηλεύουν, να χάνουν το νόημα, να πιστεύουν ότι δεν υπήρχε νόημα ούτως ή άλλως ή να το ψάχνουν μανιωδώς μέχρι δυστυχίας.

Πώς καταλαβαίνεις ότι κάνεις αυτήν ακριβώς τη ζωή; Δεν το καταλαβαίνεις. Μέχρι να πάρει μια περίεργη στροφή αυτό που αποκαλείς μυαλό. Μέχρι να δεις πως η ζωή είναι απρόβλεπτη, μικρή, ένα περίεργο έργο τέχνης από αυτά που δεν σου γεμίζουν το μάτι στην αρχή.

Αρνούμαι να συνεχίσω να επιβεβαιώνω αυτή τη θεωρία. Δεν τις θέλω αυτές τις ρυθμίσεις.

Θέλω να αγαπάω. Θέλω μόνο να αγαπάω. Αν μπορούσα να πιάσω και τα τρία δισεκατομμύρια άτομα με τα οποία μοιράζομαι αυτό τον πλανήτη και να τους πω ότι τα αγαπάω, θα το έκανα. Και τα άλλα τόσα που θα γεννηθούν. Θέλω να αγγίξω, να αγκαλιάσω. Να πιάσει τόπο η αγάπη. Όποιον μου λέει καλημέρα, όποιον μου ζυγίζει τα φρούτα, όποιον μου κορνάρει στο φανάρι. Να τον αγγίξω. Για μια στιγμιαία οικειότητα.

Θέλω να ερωτευτώ. Πλατωνικά. Να γραφτεί μέσα μου ένα βιβλίο, να μην ξεχάσω ποτέ ένα γλυπτό, να μην λησμονήσω ποτέ το μήνυμα μιας ταινίας. Είναι ο μόνος τρόπος να μου δείξει την αγάπη του ο δημιουργός.

Θέλω να τον αφήσω να με σκοτώσει τον έρωτα. Να βρω άτομα που θέλουν να σκοτωθούν από εμένα. Να πω μεγάλα λόγια, να ακούσω δηλώσεις κτητικότητας, να πω «δικός μου», να ακούσω «δική μου» κι ας ξέρουμε ότι δεν ισχύει. Να παραμυθιαστούμε, να φτάσουμε στον Θεό, να πέσουμε απότομα, να μην σταματήσουμε ποτέ να αγαπιόμαστε. Να νιώσω την έλλειψη κάποιου να με τσακίζει. Να πω «χωρίς εσένα δεν μπορώ να αναπνεύσω» και να το πιστεύω. Κι ας συμβεί «ζωή» μετά από λίγο και καταλάβω ότι το να σταματήσω να αναπνέω είναι δυσκολότερο από ότι νόμιζα. Για φαντάσου να πεθαίναμε από έρωτα.

Θέλω να αποχωριστώ ανθρώπους. Να πω αντίο. Αντίο σε αγάπες που με αλλοιώνουν, με θρυμματίζουν, βαραίνουν την ελαφρότητά μου. Το οφείλω και σε εμένα και σε εκείνες. Ξέρω ότι με αγαπούν και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Κι εγώ τις αγαπώ αλλά πρέπει να τις αφήσω, για την ελευθερία της αγάπης μου.

Αντίο να πω και στις αγάπες που με άφησαν ανέγγιχτη. Σε εκείνες που δεν πίεσαν δυνατά το μυαλό μου και από τις δύο πλευρές, που δεν άφησαν ένα κομμάτι τους μέσα μου για πάντα, που δεν με πλησίασαν μόνο με πάθος στο τιμόνι. Σε εκείνες που άφησα χώρο να με καταστρέψουν, να αλλάξουν τις ρυθμίσεις μου, να με κάνουν να νιώθω μισή κάθε φορά που φεύγουν από εμένα, αλλά εκείνες επέλεξαν τη μετριοπάθεια. Αντίο και σε αυτές. Δεν θα πάψω ποτέ να τις αγαπώ, αλλά δεν μπορώ να μείνω κοντά τους. Η άπνοια αυτή με πνίγει.

Θέλω να με διώξουν. Να με «φτιάξουν». Να με μάθουν πώς θέλουν να τους αγαπώ. Και αν τσαλακώνομαι περισσότερο από ο,τι αντέχω, να τους το πω και να φύγω. Να συνεχίσω, όμως, να τους αγαπώ.

Θέλω να νιώσουν όλα τα ζώα του κόσμου την αγάπη μου. Κάθε σκυλί, κάθε λιοντάρι, κάθε μικρό ψάρι που σε λιγότερο από τρία δευτερόλεπτα θα έχει φαγωθεί από ένα μεγαλύτερο, να νιώσει ότι το αγαπάω και ότι καταλαβαίνω τη σημαντικότητά του. Είναι πολύτιμο μέσα σε όλη του τη νομοτελειακή σκοπιμότητα. Τώρα το ξέρω.

Θέλω να θαυμάσω και να μισήσω. Να νιώσουν όλες οι μανάδες του κόσμου τον θαυμασμό μου, όλοι οι μαχητές το χειροκρότημά μου, όλοι οι εραστές τις πεταλούδες στο δικό μου στομάχι.

Να κλάψω, να τσαλακωθώ, να μισηθώ, να δώσω δυνατό χτύπημα στον πάτο για να ξαναβρεθώ στην επιφάνεια.

Αλλιώς δεν έχει νόημα.

Στη φωτογραφία, ο Philippe Petit ετοιμάζεται να διασχίσει το κενό που χώριζε τους Δίδυμους Πύργους. Τα νεύρα, η ζήλια, το μίσος, τα κορναρίσματα, η άγνοια της αξίας του να ζεις και όλα τα σημάδια ύπαρξης μιας κοινωνίας ντεμέκ ζωντανής, σίγουρα δεν βοηθάνε εσένα κι εμένα που δεν βρισκόμαστε 527,9 μέτρα πάνω από την πραγματικότητα να μείνουμε πάνω στο σχοινί.


Photo: Jean-Louis Blondeau/Polaris