Έρχονται οι άνθρωποι. Και φεύγουν οι άνθρωποι. Και κάποιοι επιλέγουν να κάνουν ένα στοπ σ’ έναν σταθμό που γράφει το όνομά σου. Και αναρωτιέσαι. Οι μοιραίοι γίνονται τυχαίοι ή οι τυχαίοι μοιραίοι;
Κι είναι κι εκείνο το πώς. Αλλά ιδιαίτερα εκείνο το γιατί. Μόνιμο κουσούρι πια, κατάλοιπο των παιδικών χρόνων. Ήταν τότε που ανακάλυπτες τον κόσμο. Που όλα ξεκινούσαν και επέστρεφαν σ’ ένα γιατί με τεράστια φωσφοριζέ γράμματα. Κι αφού έμαθες τα πολλά, ήταν η στιγμή να μάθεις και τα περισσότερα.
Και τότε ήταν που μαζεύτηκαν πολλά τα γιατί, αλλά δεν υπήρχαν πάντα τα διότι. Και προχωρούσες. Και γέμιζε ο μικρόκοσμός σου με ορφανά γιατί. Κι ήρθε το «έτσι είναι οι άνθρωποι» ως ένα ιδανικό διότι.
Κι είπες να κάνεις εκείνον τον πρώτο απολογισμό. Μεγάλο εργαλείο – αντίδοτο στην ανυπαρξία των διότι. Κι από τότε έως σήμερα μέτρησες πολλούς. Και σήμερα αλλάζει η ώρα. Κι είναι ωραία ευκαιρία για έναν ακόμη. Άλλωστε τώρα είναι πιο εύκολα τα πράγματα. Γιατί ανακάλυψες ότι όταν δεν υπάρχουν απαντήσεις, δεν υπάρχουν και ερωτήσεις. Κι άρχισε κι εκείνο το «έτσι είναι οι άνθρωποι» να μυρίζει μούχλα.
Αλλά ξέρεις ποιο είναι το σπουδαιότερο; Ότι αποφάσισες να ομολογήσεις στον εαυτό σου τα διότι που δεν ήθελες, ως σήμερα, να υπάρχουν. Και άρχισαν τα αναπάντητα γιατί να παίρνουν τη θέση τους στον χάρτη κι εσύ να ανακαλύπτεις πώς οι μοιραίοι έγιναν τυχαίοι και οι τυχαίοι μοιραίοι.
Κι αγάπησες τους τυχαίους περαστικούς, που κάθισαν στο παγκάκι του σταθμού σου για να ξεκουραστούν, αλλά δεν άφησαν σκουπίδια, παρά πήραν μια κιμωλία κι έγραψαν στον πίνακα ανακοινώσεων το όνομά τους και δίπλα έβαλαν μια καρδούλα, ένα θαυμαστικό, ένα αστέρι.
Και τώρα κοιτάς τον πίνακα… Και τι που δεν είναι πολλοί; Είναι ακόμα εδώ…