«Έχω την κούραση Μαρτίου», μου είπε μια μέρα μια φίλη και, ομολογώ, με ξάφνιασε. Το φθινόπωρο ήταν ακόμη στις αρχές του και οι καλοκαιρινές διακοπές δεν ήταν πολύ μακριά. Εγώ ένιωθα ακόμη γεμάτες τις μπαταρίες μου από το καλοκαιρινό διάλειμμα, γι’ αυτό κι αυτή η ατάκα με προβλημάτισε. «Εάν έχει ήδη φτάσει τα επίπεδα κούρασης της άνοιξης, τότε πώς θα βγει ο χειμώνας;», σκέφτηκα. Ευχήθηκα να νιώσει σύντομα καλύτερα.
Γρήγορα, όμως, αυτό το μεμονωμένο περιστατικό πήρε τις διαστάσεις μαζικού φαινομένου. Πολλά μας χωρίζουν, αλλά ένα συναίσθημα μοιάζει καθολικό: Είμαστε κουρασμένοι, βαθιά κουρασμένοι. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους συναντώ καθημερινά κάνουν λόγο για μια άνευ προηγουμένου κόπωση, όχι απλώς από ένα ξενύχτι ή μια ταραχώδη εβδομάδα, αλλά από μια διαρκή εξάντληση χωρίς τέλος. Όχι, δεν είναι ότι οι «μπαταρίες» μας αδειάζουν πολύ γρήγορα… στην πραγματικότητα, δεν γέμισαν ποτέ. Κι αυτό μοιάζει πια όλο και δυσκολότερο να γίνει.
Ένα μένει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε: Τι μας συμβαίνει;
Πολλοί από τους φίλους και τους γνωστούς μου κάνουν δυο και τρεις δουλειές για να τα βγάλουν πέρα. Κι όσοι περιορίζονται στη μία, βέβαια, δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση. Κι αυτό γιατί ξενυχτούν ολοκληρώνοντας εργασίες, κάθονται με τις ώρες στο γραφείο και, ακόμη κι όταν επιστρέφουν σπίτι, εξακολουθούν να απαντούν σε τηλεφωνήματα και emails. Τα όρια μεταξύ εργασιακού και προσωπικού χρόνου έχουν θολώσει επικίνδυνα. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι διαρκώς συνδεδεμένοι με τη δουλειά, αλλάζοντας απλώς τοποθεσίες. Κι όταν πια έρθει το Σαββατοκύριακο, δεν θέλουν να κάνουν τίποτα δημιουργικό. Θέλουν απλώς να κοιμηθούν, συγκεντρώνοντας δυνάμεις για την επόμενη εβδομάδα.
Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία όπου ο χρόνος ανάπαυσης μοιάζει με πολυτέλεια απρόσιτη. Οι αυξανόμενες πιέσεις για υπερπρογραμματισμό έχουν δημιουργήσει έναν κόσμο όπου ο γνήσιος χρόνος ανάπαυλας είναι σπάνιος, γι’ αυτό και οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην υπερκόπωση. Σήμερα, οι έννοιες «παραγωγικότητα», «διαρκής δράση», «εγρήγορση» δεν προσδιορίζουν απλώς μια εργασιακή πραγματικότητα – έχουν γίνει συνώνυμο της προσωπικής μας αξίας.
Πώς γίναμε μια κοινωνία σε υπερδιέγερση;
Στην αρχή, ήταν μικρά, αχρείαστα σχόλια, που μοιάζουν αθώα, αλλά δεν είναι. Όπως, για παράδειγμα, όταν σου είπαν στη δουλειά ότι «τώρα που θα λείπεις σε άδεια, θα δυσκολευτούμε». Αργότερα, εξελίσσονται σε πιο ξεκάθαρες νύξεις, απαιτώντας από σένα να δίνεις διαρκώς τον καλύτερό σου εαυτό. Δεν επιτρέπεται να είσαι κουρασμένος και δεν αφορά κανέναν αν είσαι κακόκεφος ή αν κάτι σου συμβαίνει. Πρέπει να δίνεις διαρκώς το 100% σου.
Η ειδικός σε θέματα ύπνου, δρ. Rebecca Robbins, υποστηρίζει ότι αυτή η νοοτροπία είναι αποτέλεσμα του ότι συγχέουμε την επιτυχία με την ευτυχία. Μας κατακλύζει η ιδέα ότι ο μόνος δρόμος προς την επιτυχία είναι η διαρκής παραγωγικότητα και η ανάπαυση είναι ένδειξη αδυναμίας και όχι μια θεμελιώδης ανάγκη.
Η επιστημονική κατάρριψη του μύθου της υπερπαραγωγικότητας
Οι ειδικοί τονίζουν ότι ο ανθρώπινος οργανισμός δεν είναι φτιαγμένος για διαρκή παραγωγικότητα. Ο κιρκάδιος ρυθμός είναι ένας φυσικός ρυθμιστής που ανταποκρίνεται στο φως, ενθαρρύνοντας τον ύπνο τη νύχτα και την εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας. Σ’ έναν κόσμο, όμως, που φωτίζεται διαρκώς από οθόνες και κυνηγά αέναες προθεσμίες, η λειτουργία αυτού του ρυθμιστή διαταράσσεται, οδηγώντας σε μακροχρόνια προβλήματα ψυχικής και σωματικής υγείας.
Ένας από τους πρώτες δείκτες υγείας που πλήττονται είναι ο ύπνος που, σε συνδυασμό με το χρόνιο στρες, ενισχύει τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις, διαβήτη και γνωστική έκπτωση. Επιταχύνει επίσης τη βιολογική γήρανση, καθώς οι ορμόνες του στρες, όπως η κορτιζόλη, οδηγούν σε φλεγμονές και βλάβες σε όλο το σώμα.
Το χρόνιο στρες παρεμβαίνει στην ικανότητά μας να απενεργοποιούμαστε νοητικά, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο αϋπνίας, εξουθένωσης, ακόμη και κατάθλιψης. Στην προσωπική ζωή, η διαρκής κόπωση αφήνει λιγότερο χρόνο και χώρο για την καλλιέργεια υγιών σχέσεων. Η έρευνα της δρ. Lisa Neff δείχνει ότι το άγχος μπορεί να μειώσει τόσο την ποιότητα, όσο και την ποσότητα του χρόνου που περνάμε με τους αγαπημένους μας, υπονομεύοντας τις σχέσεις μας με ανεπαίσθητους, αλλά βαθιά επιδραστικούς τρόπους. Ελλείψει, λοιπόν, τόσο χρόνου, όσο και αποτελεσματικής υποστήριξης, πολλοί αισθάνονται ότι παλεύουν συνεχώς με ένα αδύνατο πρόγραμμα.
Καιρός να αλλάξουμε το αφήγημα
Η κοινωνία θα συνεχίσει να δίνει έμφαση στην παραγωγικότητα, όσο εμείς εξακολουθούμε να της το επιτρέπουμε. Άλλωστε, η κοινωνία είναι η μόνη που επωφελείται από τη δική μας υπερκόπωση και μοναδικοί χαμένοι είμαστε εμείς οι ίδιοι. Είναι, λοιπόν, καιρός να δώσουμε ξανά στην ανάπαυση τη θέση που της αξίζει στη ζωή μας. Η δρ. Debbie Sorensen, ψυχολόγος με ειδίκευση στην επαγγελματική εξουθένωση, επισημαίνει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι συζητούν πλέον ανοιχτά τη μη βιώσιμη φύση της συνεχούς εργασίας και οι φωνές για αλλαγή δυναμώνουν όλο και περισσότερο.
Η συστημική υποστήριξη -όπως η οικονομικά προσιτή φροντίδα των παιδιών και οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας– παραμένει ζωτικής σημασίας. Όμως, υπάρχουν πράγματα που μπορούμε να κάνουμε οι ίδιοι για να επιστρέψουμε σε μια ισορροπημένη και υγιή καθολικά καθημερινότητα:
- Άλλαξε τη νοοτροπία σου: Ήρθε η ώρα να αναγνωρίσεις ότι η ανάπαυση είναι απαραίτητο κομμάτι της καθημερινότητας και όχι περιστασιακή ανταμοιβή για την υπερδραστηριότητά σου. Κι όχι στα λόγια, αλλά στην πράξη. Κάνε αυτή την ιδέα τρόπο ζωής.
- Θέσε προτεραιότητες: Πρώτα, βάλε προτεραιότητες. Εστίασε σε ό,τι είναι πραγματικά επείγον και προγραμμάτισε τα υπόλοιπα σε δεύτερο χρόνο. Έπειτα, προσδιόρισε τι έχει πραγματικά σημασία για σένα: Είναι οι αγαπημένοι σου άνθρωποι ή μήπως οι δραστηριότητες που αγαπάς να κάνεις; Ό,τι κι αν είναι, ήρθε η ώρα να βάλεις αυστηρά όρια μεταξύ της επαγγελματικής και της προσωπικής σου ζωής και να τα τηρήσεις.
Σίγουρα, θα χρειαστεί χρόνος και δουλειά να βάλουμε φρένο στην υπερπαραγωγικότητά μας και να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι το μόνο που θα καταφέρουμε αν συνεχίσουμε να τρέχουμε με χίλια θα είναι να δυστυχήσουμε. Είναι πιο σημαντικό από ποτέ να θυμηθούμε την αξία της ανάπαυσης και την επίδρασή της στη ζωή μας. Άλλωστε, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να είμαστε και να νιώσουμε πραγματικά γεμάτοι και δημιουργικοί.