«Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» η οποία έκανε πρεμιέρα την περασμένη εβδομάδα, ανεβαίνει για πρώτη φορά φέτος στο θεατρικό σανίδι. Το δημοφιλές έργο του Σ. Μυριβήλη, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» την περίοδο μεταξύ 1931 – 1932, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στη θεατρική σκηνή. Τη διασκευή του κειμένου, αλλά και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Πέτρος Ζούλιας.
Στον πυρήνα του κειμένου βρίσκεται η ερωτική σχέση ανάμεσα στο Λεωνή και τη Σαπφώ. Ο Λεωνής, τον οποίο υποδύεται ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, αναλαμβάνει να παραδώσει στη σύζυγο ενός στενού του φίλου, τα αντικείμενα του τελευταίου, αφού αυτός χάνει τη ζωή του στο μέτωπο. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Λεωνής ανακαλύπτει τα τρυφερά αισθήματα που τρέφει για τη σύζυγο του φίλου του, Σαπφώ (Λένα Παπαληγούρα).
Η ερωτική ιστορία ξετυλίγεται με φόντο το νησί της Μυτιλήνης, μετά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ο σκηνοθέτης έχει χειριστεί με τέτοιον τρόπο το κείμενο δίνοντας έμφαση στην επαρχία, στο πώς αυτή καθορίζει τις συμπεριφορές των ηρώων, ενώ οι ήρωες φαίνονται να ακροβατούν ανάμεσα στις επιθυμίες τους, αλλά και στις νόρμες της κοινωνίας. Εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και η ιστορία της νεαρής Σουλτάνας, η οποία καλείται να υπηρετήσει μία ζωή με την οποία δε συμφωνεί, μία πραγματικότητα η οποία της επιβάλλεται, και εν τέλει δίνει η ίδια μία τραγική λύση στο πρόβλημά της.
Ο Μυριβήλης βουτά στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, παρασύροντας με αυτόν τον τρόπο τον αναγνώστη του, ο οποίος διαβάζοντας τα κείμενά του αναγνωρίζει κομμάτια του στους ήρωες και ταυτίζεται με αυτούς. Το ρίσκο, λοιπόν, του σκηνοθέτη είναι μεγάλο. Η παράσταση, ωστόσο, καταφέρνει να σε παρασύρει, διατηρώντας ένα σταθερό ρυθμό, με κορυφώσεις, οι οποίες έρχονται ομαλά διατηρώντας έτσι μία σχετική ισορροπία. Στη δημιουργία της κατάλληλης ατμόσφαιρας, φυσικά, έχει παίξει σημαντικό ρόλο η υπέροχη μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα.
Οι πρωταγωνιστές φαίνεται να έχουν καταφέρει να επικοινωνήσουν σε βάθος μεταξύ τους, συνθέτουν ένα αρμονικό σύνολο επί σκηνής, και καταφέρνουν να τραβήξουν την προσοχή των θεατών, μα και να τη διατηρήσουν. Η παρουσία του Γ. Κωνσταντίνου είναι αισθητή και ευχάριστη, χωρίς ωστόσο να επισκιάζει με οποιονδήποτε τρόπο τους υπόλοιπους ηθοποιούς. Η Λένα Παπαληγούρα καταφέρνει να φέρει στη σκηνή όλη τη γοητεία της Σαπφούς, ενώ ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης είναι ένας δυναμικός Λεωνής, ο οποίος αντιστέκεται στα «θέλω» του σθεναρά, μέχρι να καταφέρει να νικήσει τους εσωτερικούς του δαίμονες. Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης είναι σα φτιαγμένος για ρόλους εποχής (βλ. «Στέλλα Βιολάντη»), ενώ η Γιούλικα Σκαφιδά εστιάζει στην ευαισθησία και τη συμπόνια. Από την παράσταση δε λείπει, φυσικά, το χιούμορ (Χριστίνα Τσάφου, Γιώργος Γιαννόπουλος), ενώ ευχάριστη είναι η παρουσία αρκετών νέων ηθοποιών.
Γιατί, τελικά, αξίζει να δεις αυτήν την παράσταση; Κυρίως για τον τρόπο που αντιδρά το κοινό σε συγκεκριμένες σκηνές. Η ιστορία της Σουλτάνας, για παράδειγμα, η οποία στην αρχή προκαλεί ένα μούδιασμα στο κοινό, εν συνεχεία το μούδιασμα μετατρέπεται σε γέλιο, ενώ στο τέλος απλώνονται οι τύψεις της συνενοχής. Ο Πέτρος Ζούλιας στο σκηνοθετικό σημείωμα αναφέρει μεταξύ άλλων πως η σκηνοθεσία και η θεατρική μεταφορά δίνουν έμφαση στο «παντοτινό», στη διαχρονικότητα η οποία διέπει το έργο του Μυριβήλη. Και, πράγματι, ειδικά αυτό το έχει καταφέρει.