Κολλάμε τα αγόρια στον τοίχο και αυτό συμβαίνει σχεδόν μαζικά σε μια γυναικεία κοινωνία που μάλλον νιώθει πως ανέχτηκε πολλά.
Προφανώς και επί πολλά χρόνια η επικρατούσα πεποίθηση –συνειδητά και υποσυνείδητα- απαιτούσε από τις γυναίκες απλά να είναι όμορφες. Όμορφες για να τις παντρευτεί κάποιος και να μη μείνουν στο «ράφι», για να πάρουν σειρά και οι αδερφές τους, γιατί δεν είχαν και άλλο λόγο ύπαρξης, γιατί ο χρόνος τρέχει και ο αναπαραγωγικός τους χρόνος είναι περιορισμένος. Μετά περάσαμε στη φάση που έγινε επιτρεπτό οι γυναίκες να καλύπτουν και άλλους κοινωνικούς ρόλους. Μπορούσαν να δουλεύουν –αρκεί να ξέρουν τη θέση τους, να πίνουν ποτά, να καπνίζουν τσιγάρα με αρσενικά που δεν ήταν απαραίτητα υποψήφιοι σύζυγοι και πατεράδες των παιδιών τους. Πάντα όμορφες, για να μην τις βαρεθούν, μην κοιτάξουν κορίτσια με κόκκινα φορέματα που περνούν βιαστικά δίπλα τους. Το άγχος που μια γυναίκα όφειλε να έχει ήταν μήπως χάλασε το κραγιόν της και μήπως ο κύριος έπληξε μαζί της. Πόση αγωνία για κάτι που τώρα μοιάζει τίποτα και κάποτε σήμαινε όλο τον κόσμο.
Ο χρόνος μεταβάλλει. Αυτό κάνει. Φτάσαμε στην εποχή που τα κορίτσια είχαν στόχους –όχι απαραίτητα λευκούς και ντυμένους με τούλια- είχαν σπουδές, μπορούσαν να φορέσουν την ταμπέλα της οξυδέρκειας κι ας άφηναν τον Πετράκη από το Γ2 να τρέχει πανικόβλητος. Παράλληλα, μπορούσαν να είναι και ρομαντικά. Τα κορίτσια αυτά έκλαιγαν με το A Cinderella Story και λίγο αργότερα με το Notebook. Η ταμπελίτσα της οξυδέρκειας δεν πήγαινε πουθενά. Το δικαίωμα των κοριτσιών να κρατούν πάνω από μια ταμπέλα στα δύο τους χέρια ήταν δοσμένη και επικυρωμένη. Πάνω σε αυτή την ελευθερία αυτο-κατηγοριοποίησης και δίψας να ζήσουν –όσα δεν έζησε σίγουρα η γιαγιά τους και ενδεχομένως η μαμά τους- απελευθερώθηκαν και σεξουαλικά. Ο έρωτας άρχισε να γίνεται λίγο πιο ελεύθερος και να χρειάζεται λιγότερο κόπο. Τα αγόρια προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση και κανείς δεν μπορεί να τα κατηγορήσει για αυτό.
Τα love stories πριν λίγα χρόνια είτε ξεκινούσαν είτε έληγαν με μια ατάκα: «Δεν θέλω σχέση, θέλω κάτι χαλαρό». Πόσα δάκρυα έχουν σπαταληθεί πάνω από μηνύματα με αυτές τις 6 λέξεις, Θεέ μου. Την είχαμε συνηθίσει τόσο πολύ που σχεδόν είχε γίνει το βασικό θέμα συναισθηματικών συζητήσεων με πρωταγωνίστρια τη Βασούλα ή την κάθε Βασούλα, που το αγόρι της ξεκαθάρισε ότι δεν θέλει σχέση. Τουλάχιστον όχι μαζί της. Τα αποτελέσματα ήταν κάθε άλλο παρά βαρετά. Κορίτσια που «υπέκυπταν», κορίτσια που έπαιζαν το παιχνίδι και έχαναν και άλλα που το έπαιζαν και κέρδιζαν. Όπως συμβαίνει με πολλές έμφυλες διαμάχες, έτσι και με αυτή, το τραύμα δεν δείχνει πρόθυμο να επουλωθεί. Ούτε τώρα που τα αγόρια άλλαξαν το παιχνίδι.
Βλέπεις και τα αγόρια είναι παγιδευμένα σε κοινωνικές προσταγές και «κανόνες». Αρχίζουν να το ξεπερνάνε, αρχίζουν να δέχονται πτυχές που τους κάνουν λιγότερο άκαμπτους, αρχίζουν να κλαίνε μπροστά σε κορίτσια και να κάνουν σφιχτές αγκαλιές φίλους τους που ερωτεύονται άλλα αγόρια. Τα κορίτσια δεν έχουν καταφέρει ακόμα να διαχειριστούν την αλλαγή και αυτή η μη διαχείριση αρχίζει να οδηγεί σε μια αντιγραφή του μοτίβο.
Περιμένουν τα αγόρια στη γωνία, δεν τα εμπιστεύονται, έχουν τη συνειδήσή τους σε εγρήγορση και έναν εγκέφαλο που προσπαθεί να μη σταματάει και να μην αφήνεται. Ψάχνουν κουσούρια και μετρούν λάθη στα δάχτυλα του ενός χεριού. Στον φόβο του «θέλω κάτι χαλαρό» ή του απλά «βαρέθηκα», οι γυναίκες τρέχουν να σκεφτούν πριν από τους άντρες, έτοιμες για παρεξηγήσεις και γενικεύσεις. Μετρούν αντίστροφα ώστε να το πουν πριν από αυτούς.
Μια άποψη θέλει τα αγόρια να έχουν προχωρήσει και εμείς να είμαστε ένα βήμα πίσω τους. Μια άλλη λέει, ότι εκείνα ανέβηκαν δύο levels για να μας προλάβουν. Όπως και να έχει, γιατί συνεχίζουμε να τα κολλάμε στον τοίχο; Γιατί σπαταλάμε χρόνο αφήνοντας έρωτες ανεκπλήρωτους, σκέψεις που παραμένουν αιθέρας και ορμόνες που δεν εκτονώνονται;
Δες ακόμα: Αν διαβάζεις αυτό το κείμενο φορώντας ένα φθαρμένο t-shirt, θα με καταλάβεις