Όταν τρώμε δε μιλάμε, επέμενε η γιαγιά μου κάθε φορά που καθόμασταν στο τραπέζι για το μεσημεριανό. Και η δική σου ίσως. Κάποιες φορές που δεν είχες όρεξη και για πολλά-πολλά ακολουθούσες πιστά την οδηγία. Αν τώρα ήταν η μέρα η περίεργη με τους ανάδρομους και τις Αφροδίτες και ξεχείλιζες από μια περιέργεια παραπάνω, μπορεί να έφτανες να ρωτήσεις το γιατί.
Η απάντηση λογικά ήταν “γιατί αν τρως την ώρα που μιλάς, μπαίνει αέρας από το στόμα σου και φουσκώνει το στομάχι σου”. Βαθιά υπόκλιση εδώ, με τα χεράκια σε στάση προσευχής στο στήθος. Γιατί η γιαγιά είχε δίκιο. Είναι κι αυτό αλήθεια. Αλλά μαζί με αυτό υπάρχει και μια δεύτερη, μεγάλη αλήθεια.
Μπορεί η γιαγιά να ήταν τέρμα κουρασμένη μέχρι να ετοιμάσει φαγητό για τόσα στόματα και το τελευταίο που είχε ανάγκη ήταν να κάθεται να ακούει τις φωνές μας, αντί να φάει ήσυχη το φαγητό της. Μπορεί να ήθελε να είναι ξέγνοιαστη και να μην ακούει για δουλειές και προβλήματα που θα της τάραζαν την ηρεμία που από το πρωί ονειρευόταν. Μπορεί το οτιδήποτε. Αλλά το θέμα είναι ότι είχε δίκιο.
Η γιαγιά είχε δίκιο κι ας μην ήξερε το γιατί
Γιατί το φαγητό είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία -ή έστω διαδικασία για όσους νιώθουν την ανάγκη να το υποτιμήσουν- η οποία περιλαμβάνει όλες μας τις αισθήσεις, όχι μόνο τη γεύση. Μυρίζοντας το φαγητό όπως αυτό ετοιμάζεται, αρχίζουν τα πρώτα γουργουρητά. Το πώς είναι παρουσιασμένο ένα φαγητό, επηρεάζει τις προσδοκίες μας όταν το βλέπουμε. Όταν έρθει σε επαφή με το στόμα μας, έχει σημασία η υφή του για το αν τελικά θα μας αρέσει.
Και τώρα η ακοή. Δε βάζεις εύκολα με το νου σου πόσο ρόλο παίζει η ακοή. Καθώς φαίνεται, όταν μιλάμε για την εμπειρία του φαγητού, είναι η δεύτερη σημαντικότερη αίσθηση μετά τη γεύση.
Και πώς να ήξερε άλλωστε τότε για το mindfulness;
Όπου γλέντι και χαρά, η μουσική είναι πρώτη. Φαντάζεσαι ένα παιδικό πάρτι ή έναν γάμο ή ένα ποτό έξω με φίλους, χωρίς μουσική; Κολλημένος στην κίνηση με το αυτοκίνητο, δεν είναι αλλιώς με μουσική; Ακόμη και τρέχοντας στο πάρκο, αν βάλεις τα ακουστικά με μουσική, ένα κινητράκι επιπλέον το νιώθεις, δεν είναι;
Λογικό. Ακούγοντάς μουσική εκκρίνονται ένας σκασμός ορμόνες και νευροδιαβιβαστές που μας ρυθμίζουν τη διάθεση, μειώνουν τα αρνητικά μας συναισθήματα, καταπραΰνουν τις αϋπνίες, εν τέλει μας ηρεμούν και μας χαλαρώνουν.
Όντας ήρεμοι και προσηλωμένοι στη στιγμή, τρώμε ενσυνείδητα. Η ενσυνειδητότητα, το mindfulness για το οποίο τόσος λόγος γίνεται. Που με χίλιους τρόπους προσπαθούμε να το προσεγγίσουμε. Θα χαρείς λοιπόν να ακούσεις ότι η μουσική είναι ένας από τους πιο απλούς. Και όταν τρώμε ενσυνείδητα, το γεύμα μας κρατάει περισσότερο γιατί τρώμε πιο αργά και η απόλαυση μεγαλώνει.
Κοίτα που η γιαγιά τελικά φρόντιζε και τη σιλουέτα μας
Κι όσο η απόλαυση μεγαλώνει, τώρα θα ενθουσιαστείς να ακούσεις ότι μειώνονται οι θερμίδες που καταναλώνουμε. Κι ας μην το περιμέναμε, όταν συνέχεια μας γέμιζε το πιάτο με υπέρογκες μερίδες και έπρεπε και να το φάμε όλο -μην αφήσουμε τη δύναμή μας- η γιαγιά φρόντιζε για τη σιλουέτα μας. Αφού δεν μιλούσαμε και παραμέναμε ήρεμοι και τρώγαμε ενσυνείδητα.
Μετά μεγαλώσαμε και να σου οι τηλεοράσεις και το φαγητό στον καναπέ. Και να σου και το να τρώμε όρθιοι σε μια γωνιά, μέσα από το τάπερ, μεταξύ δουλειάς και γυμναστηρίου. Και να σου και το να ξεχνάμε πολλές φορές να φάμε μέσα στο τρέξιμο της ημέρας και το βράδυ να μην ξέρουμε τι λουκέτο να βάλουμε στο ψυγείο, που να μη σπάει. Πού να φανταζόσουν τότε με τις τεράστιες μερίδες, ότι ίσως έτσι ήταν τελικά καλύτερα.
Φρόντισέ την κι εσύ, με μουσική σε αργό ρυθμό
Όταν τρως με μουσική λοιπόν, κάνεις ένα σαφές level up στην εμπειρία του φαγητού σου. Ο ρυθμός της μουσικής επηρεάζει το ρυθμό με τον οποίο μασάς και καταπίνεις τις μπουκιές σου. Έτσι, μια μουσική με γρήγορο ρυθμό, σε οδηγεί σε γρήγορη κατανάλωση φαγητού με το γνωστό «ουφ, έσκασα πάλι».
Αντίθετα, μουσική ηπιότερη σε ρυθμό, οδηγεί σε πιο μακρόσυρτα γεύματα και μεγαλύτερη αίσθηση απόλαυσης. Στο μεταξύ, τρώγοντας πιο αργά, δίνεις και στον εγκέφαλο το χρόνο να καταλάβει πότε επέρχεται κορεσμός, ώστε να μη φτάσεις πάλι στο «ουφ». Ιδανικές λοιπόν μουσικές είναι η κλασσική και η τζαζ, εν αντιθέσει με την ποπ ή το σκληρό ροκ.
Και μετά το ρυθμό, μείωσε και την ένταση
Είναι κι αυτό. Μαζί με το ρυθμό, καλό είναι να μειώσεις και την ένταση. Όπως ισχύει και με το φωτισμό, έτσι και με τη μουσική. Όσο διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, τόσο πιο χαλαρός τρως το φαγητό σου.
Μάλιστα, η επίδραση κρατάει και μετά. Οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Cornell της Νέας Υόρκης, έδειξαν πως όσοι έφαγαν το φαγητό τους με χαμηλής έντασης μουσική, αισθάνονταν μετά πιο χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Σε σχέση φυσικά με όσους έφαγαν με υψηλής έντασης μουσική ή με απουσία της.
Και υπάρχει και λόγος που ήταν πιο ικανοποιημένοι. Οι ήχοι έχουν την ικανότητα να επιδρούν στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις γεύσεις. Η δυνατή μουσική μειώνει την ένταση του γλυκού και του αλμυρού, κοινώς τα κάνει όλα πιο άνοστα.
Τέλος, παρατήρησε και τους ήχους που κάνει το ίδιο σου το φαγητό
Και πέρα από τη μουσική, στην πολυαισθητική εμπειρία του φαγητού, συμμετέχουν και οι ήχοι που κάνει το ίδιο σου το φαγητό. O γαστροφυσικός Charles Spence, πειραματίστηκε με ανθρώπους που έτρωγαν πατατάκια και ανθρώπους που έτρωγαν πατατάκια φορώντας ακουστικά τα οποία μείωναν τον ήχο του τραγανού. Δαιμόνιο. Οι δεύτεροι, τα βρήκαν λιγότερο νόστιμα.
Ίσως έτσι να εξηγείται το ρίγος που μας προκαλεί η δαγκωνιά της σοκολάτας έναντι της άηχης κουταλιάς μέσα στο γνωστό βαζάκι πραλίνας. Ή τα μάτια που γουρλώνουν όταν κόβουμε ένα ξεροψημένο φρέσκο ψωμί έναντι ενός πιο μαλακού, λιγότερο φρέσκου.
Και τώρα που το θυμήθηκα, μάλλον εξηγεί και γιατί τρελαινόμουν μικρή για εκείνα τα δημητριακά που είχαν σχήμα ρυζιού και τα οποία μόλις τα έβαζες στο γάλα άρχιζαν να βγάζουν ήχους – κάλεσμα στο παιδικό μου στομάχι. Είχαν και τρία ανθρωπάκια απέξω και μάλιστα νομίζω φορούσαν σκούφους του σεφ. Θυμάσαι;
first published: Δεκ 4, 2020