Αν θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου, οφείλω να ομολογήσω πως ναι, είμαι από εκείνους τους γραφικούς τύπους που πιστεύουν ότι ο μέσος άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί παρά μόνο ένα μέρος των διανοητικών του δυνατοτήτων. Και ναι, εντυπωσιάζομαι γενικά απ’ ό,τι έχει να κάνει με τους μυστήριους τρόπους με τον οποίο λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Ας πούμε, ποτέ δεν θα μπορέσω να καταλάβω πώς είναι δυνατόν κάποιες φορές να μπορούμε να θυμηθούμε μόνο σε πολύ γενικές γραμμές γεγονότα που, θεωρητικά τουλάχιστον, άλλαξαν τη ζωή μας ενώ άλλα, φαινομενικά ασήμαντα και καθημερινά, να μπορούμε να τα ανακαλέσουμε με κάθε λεπτομέρεια, λες και τα ζήσαμε μόλις χθες.
Ακόμα και αν έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος…
Ήταν πέρσι, περίπου τέτοιες μέρες ( δεν θυμάμαι ακριβώς την μέρα αλλά ήταν σίγουρα πριν τα γενέθλιά μου) που με κάλεσες σπίτι σου για να δούμε την πανσέληνο απ’ το μπαλκόνι σου. Φρόντισες να μου διευκρινίσεις ότι, μπορεί να μην ακούγεται σαν κάτι ιδιαίτερο, αλλά μου υπενθύμισες ότι απ’ το μπαλκόνι σου βλέπεις την Ακρόπολη. Και την θάλασσα. Κι εγώ, με τη σειρά μου, σου υπενθύμισα ότι είχα έρθει πολλές φορές στο σπίτι σου και ότι από το μπαλκόνι σου, μετά βίας, βλέπεις τον ουρανό! Παρ’ όλ’ αυτά, ως συνήθως, ο ενθουσιασμός σου ήταν κολλητικός οπότε δέχτηκα να έρθω. Μεταξύ μας, νομίζω ότι, από πριν ακόμα δεχτώ, ξέραμε και οι δυο μας πολύ καλά ότι δεν υπήρχε καμία απολύτως περίπτωση να σου πω όχι• πέραν του ότι ψαρώνω με κάτι τέτοια, πάντα το έβρισκα απίστευτα δύσκολο να σου αρνηθώ κάτι!
Η αλήθεια είναι ότι, φτάνοντας στο σπίτι σου, εξεπλάγην με την προετοιμασία που είχες κάνει. Κεριά στο μπαλκόνι και το laptop σου κρυμμένο πίσω από κάτι γλάστρες, «για ν’ ακούμε μουσική χωρίς να μας χαλάει την αισθητική η τεχνολογία». Αφού σε δούλεψα λίγο, επισημαίνοντάς σου ότι μόνο ένας Κριός θα το σκεφτόταν αυτό, έκατσα σε μία απ’ τις ξύλινες καρέκλες σου και βολεύτηκα όπως μπορούσα όσο εσύ πήγες στην κουζίνα για να φτιάξεις κάτι κοκτέιλ δικής σου έμπνευσης – για τα οποία αρνήθηκες να μου δώσεις την οποιαδήποτε επιπλέον πληροφορία. Γύρισες με ένα ψηλό ποτήρι για σένα και ένα για μένα. Ακόμα και σήμερα δεν είμαι σίγουρος αν το έκανες επίτηδες για να μου κάνεις πλάκα ή αν οι γνώσεις σου γύρω απ’ την παρασκευή κοκτέιλ είναι όσες και οι δικές μου γύρω απ’ το ποδόσφαιρο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα «σπέσιαλ κοκτέιλ» σου, είχαν γεύση ίδια και απαράλλακτη με gin με λεμόνι –υποπτεύομαι μάλιστα ότι δεν είχες βάλει τίποτ’ άλλο μέσα!
Φυσικά, δεν σου είπα κουβέντα! Δεν ήθελα να στο χαλάσω και να φανώ αγνώμων, ενώ εσύ είχες κάνει τόσο κόπο για να μ’ ευχαριστήσεις. Μέχρι και cheesecake μου πρόσφερες (κι ας φρόντισες να μου γνωστοποιήσεις, όπως πάντα, ότι ήταν απ’ αυτά που σας είχαν περισσέψει στο ζαχαροπλαστείο. Λες και θα σε σκότωνε να παραδεχτείς, έστω και μία φορά, ότι το έκανες για μένα!). Χαμογελούσες όλη την ώρα κι εγώ καθόμουν και σε χάζευα όπως καθόσουν, με τα πόδια σου ακουμπισμένα πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού σου κι ένα τσιγάρο σφηνωμένο ανάμεσα στα χείλη σου, σαν φάρος που ήταν εκεί για να μου δείχνει έναν δρόμο που, εδώ που τα λέμε, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω. Και κάθε φορά που άδειαζαν τα ποτήρια μας, εσύ πήγαινες στην κουζίνα και τα ξαναγέμιζες. Και κάθε φορά, εγώ θα έπαιρνα όρκο ότι πίναμε μόνο gin λεμόνι! Και με κάθε ποτήρι, ήξερα ότι είχε πλέον χαθεί ανεπιστρεπτί η ευκαιρία μου να σε ρωτήσω τι ακριβώς ήταν αυτό που πίναμε. Σε θυμάμαι να με κοιτάς μ’ εκείνο το στραβό σου χαμόγελο λες και με προκαλούσες να σου παραπονεθώ για τα διόλου ευφάνταστα και καθόλου πρωτότυπα «κοκτέιλ» σου. Τουλάχιστον έτσι ερμήνευα εγώ το χαμόγελό σου. Εσύ βέβαια, μπορεί απλώς να χαμογελούσες γιατί, μετά από τόσο gin, είχαμε αρχίσει και οι δύο να την ακούμε!
Και κάπου εκεί, μου έβαλες και τους Pink Martini που, κατά τα λεγόμενά σου, είναι «εξ ορισμού και εξ ονόματος, η κατάλληλη μουσική επένδυση για ένα cocktail party!». Δεν έφερα αντίρρηση στον συλλογισμό σου κυρίως γιατί, κατά βάθος, τον βρήκα μάλλον λογικό. Επίσης γιατί, κάπου ανάμεσα στο Hang on little tomato και το Let’s never stop falling in love, ήρθες πιο κοντά μου και άπλωσες το χέρι σου για να πιάσεις το δικό μου, τερματίζοντας έτσι κάθε κουβέντα! Αποφάσισα τότε ότι μάλλον μπορούσα να μείνω για πάντα έτσι: χωρίς να λέω κουβέντα. Μου έφτανε να κρατάω το χέρι σου και ν’ ακούω μαζί σου την μουσική που με κορόιδευες που άκουγα αλλά που, παρ’ όλ’ αυτά, εσύ είχες επιλέξει για ν’ ακούσουμε πίνοντας τα κοκτέιλ σου. Που, όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο πείθομαι ότι ήταν απλώς gin με λεμόνι και ότι το έκανες για δεις αν θα στην έλεγα. Στην έφερα όμως! Δεν είπα κουβέντα!
Και ούτε και τώρα σου λέω ακριβώς. Το μόνο που λέω, ουσιαστικά, είναι ότι απορώ με την επιμονή του ανθρώπινου νου να αρνείται πεισματικά να ξεχάσει κάτι τέτοιες, μικρές και ασήμαντες στιγμές.